τζούρα, η,
ουσ. [<τουρκ. cüra (= γουλιά, ρουφηξιά)]. 1. μικρή ποσότητα υγρού,
στάλα, σταλιά: «όσο έλειπες, ήπια μια τζούρα απ’ το ποτό σου». 2. (στη
γλώσσα των ναρκωτικών) μικρή ρουφηξιά, ιδίως από τσιγάρο με χασίσι: «επειδή δεν
έχει λεφτά, του δίνω κάθε τόσο το τσιγαριλίκι μου να πάρει κι αυτός καμιά
τζούρα». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι κι αν γινούνε, πίνω· μήτε τζούρα
δεν αφήνω). 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) πολύ μικρό κομμάτι
χασισιού: «είχε ολόκληρη πλάκα και μου ’δωσε και μένα μια τζούρα». (Λαϊκό
τραγούδι: φούμαραν και ήταν τζούρα,φώναξαν τον ντεκετζή, δεν
κατάλαβαν μαστούρα, ήταν σκέτο τουμπεκί). 4. (στη γλώσσα των
ναρκωτικών) τα αποκαΐδια του λουλά, και, κατ’ επέκταση, το υπόλειμμα, το
κατακάθι: «παίρνουν αυτοί ό,τι είναι να πάρουν κι ό,τι τζούρα μένει, τη δίνουν
σε μένα || ήπιες εσύ καλά καλά τον καφέ σου και μ’ άφησες εμένα την τζούρα». 5.
άνθρωπος πολύ κοντός, ο τζούρας: «είναι μια τζούρα άνθρωπος και μας κάνει τον
καπάνταη!». 6. άνθρωπος πολύ μικρός σε ηλικία, ο τζούρας, ο πιτσιρικάς:
«είσαι πολύ τζούρα ακόμα, για να σ’ ενδιαφέρουν οι γυναίκες». 7. πράγμα
πολύ μικρό και, κατ’ επέκταση, πράγμα χωρίς αξία, ασήμαντο, τιποτένιο: «αν μου
φέρεις κάτι γνήσιο, στο πληρώνω όσο όσο, αλλά, γι’ αυτή την τζούρα που μου
’φερες, δε χαλαλίζω ούτε δραχμή». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή με
τον Καπετανάκη, με την τζούρα το μουστάκι). 8. το ψέμα, η
ανακρίβεια από παρανόηση ή παραφθορά του ξούρα: «αν αρχίσεις πάλι τις τζούρες,
καλύτερα να μην πεις τίποτα». Υποκορ. τζουρίτσα, η. (Λαϊκό τραγούδι:
την τζουρίτσα μου την πίνω· ούτε τζούρα δεν αφήνω)
-
μια τζούρα, ελάχιστη ποσότητα: «άσε με να πάρω μια τζούρα απ’ το τσιγάρο
σου || άσε με να πάρω μια τζούρα απ’ τον καφέ σου»·
-
ούτε τζούρα, ούτε την ελάχιστη ποσότητα, καθόλου: «εσύ πάρε όσο θέλεις,
αλλά ο άλλος δε θα πάρει ούτε τζούρα». (Λαϊκό τραγούδι: την τζουρίτσα μου
την πίνω· ούτε τζούρα δεν αφήνω).