τζόβενο κ.
τζόβινο, το κ. τζόβενος, ο, ουσ. [<ιταλ. giovine <βενετ. zovene]. 1. ο μαθητευόμενος
ναύτης του εμπορικού ναυτικού: «επειδή δεν ήξερε καμιά τέχνη, πήγε τζόβενο στα
καράβια». 2. ο πολύ νέος, το παλικαράκι: «ο ένας του ο γιος είναι
μεγάλος άντρας, αλλά ο άλλος είναι ακόμα τζόβενο»·
-
κάνω το τζόβενο, (ειρωνικά ή υποτιμητικά, ιδίως για ηλικιωμένο άντρα)
παριστάνω το νέο στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά, νεάζω: «παρ’ όλα τα χρόνια
του δεν το βάζει κάτω και κάνει ακόμα το τζόβενο».