τζίφρα κ.
τσίφρα, η, ουσ. [<μσν. τσίφρα <μσν. λατιν. cifra <αραβ. cifr (=
μηδέν)]. 1. η υπογραφή: «χωρίς την τζίφρα του διευθυντή δεν μπορώ να
κάνω καμιά πληρωμή. 2. πράγμα μικρό και ασήμαντο, τιποτένιο, χωρίς καμιά
αξία: «πήγε κι έδωσε ένα κάρο λεφτά γι’ αυτή την τζίφρα!». 3. στον πλ. οι
τζίφρες, μικρά δυσανάγνωστα γράμματα: «τώρα, θα μπορέσει κανείς να μου πει
πώς θα διαβάσω αυτές τις τζίφρες;». Από το ότι οι πιο πολλές υπογραφές, ιδίως
αυτές που σημειώνονται με μια μονοκοντυλιά, είναι συνήθως δυσανάγνωστες· βλ.
και λ. υπογραφή·
-
βάζω τζίφρα ή βάζω την τζίφρα μου, α. υπογράφω: «αν δε
βάλω κι εγώ την τζίφρα μου, δεν ισχύει το συμβόλαιο || έβαλε την τζίφρα του,
αφού προηγουμένως διάβασε πολύ προσεκτικά το συμβόλαιο». β. εγκρίνω,
αποδέχομαι: «μόνο γι’ αυτόν τον άνθρωπο μπορώ να βάλω την τζίφρα μου!»·
-
δεν ξέρει να βάλει την τζίφρα του, είναι τελείως αγράμματος: «δεν ξέρει
να βάλει την τζίφρα του κι όμως είναι ο πιο πετυχημένος έμπορος της πιάτσας»·
- έπεσαν οι τζίφρες, υπογράφηκε, ιδίως κάποιο
συμβόλαιο, από τα συμβαλλόμενα μέρη: «μόλις έπεσαν οι τζίφρες, οι
παρευρισκόμενοι άρχισαν να χειροκροτούν»·
-
ρίχνω την τζίφρα μου, υπογράφω: «έριξα την τζίφρα μου, χωρίς να διαβάσω
το συμφωνητικό, και την πάτησα».