τζίτζικας, ο, ουσ. [<μσν. τζίτζικας < αρχ. τέττιξ, ίσως με
επίδραση της φωνής τζι τζι], ο τζίτζικας·
-
καίγεται ο τζίτζικας, βλ. συνηθέστ. σκάει ο τζίτζικας·
-
μη σε γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν
είν’ καλοκαιράκι, μπαίνουμε στο πραγματικό καλοκαίρι, από τη στιγμή που
αρχίζουν να λαλούν τα τζιτζίκια·
-
ο τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε, μόλις αρχίζει να ακούγεται η
φωνή του τζίτζικα, άρχισαν να ωριμάζουν και τα σταφύλια και, κατ’ επέκταση,
έχουμε καλοκαίρι·
-
σκάει ο τζίτζικας, κάνει αβάσταχτη, ανυπόφορη ζέστη: «κάθε χρόνο το μήνα
Ιούλιο σκάει ο τζίτζικας σ’ αυτόν τον τόπο». Συνών. σκάει η πέτρα.