τζίρος, ο, ουσ.
[<ιταλ. giro <λατιν. gyrus <μτγν. γῦρος (του πλανόδιου πωλητή)], η
βασική έννοια της πιάτσας, της αγοράς, του εμπορίου, η εμπορική κατανάλωση, το
αδιάκοπο πάρε δώσε της αγοράς, το αλισβερίσι, το νταραβέρι: «μ’ όλες αυτές τις
απεργίες που γίνονται καθημερινά, έπεσε ο τζίρος της αγοράς»·
-
κάνω τζίρο, έχω εμπορική κατανάλωση: «απ’ τη μέρα που έριξα ένα
καινούριο είδος στην αγορά, κάνω καλό τζίρο || τον τελευταίο καιρό δεν κάνω
τζίρο || αυτό το μαγαζί κάνει τζίρο πολλών εκατομμυρίων»·
-
τζίρος να γίνεται! ενέργεια που γίνεται χωρίς κανέναν ουσιαστικό, χωρίς
κανέναν ιδιαίτερο λόγο, αλλά μόνο και μόνο από συνήθειο ή για να περάσει η ώρα:
«κάθε απόγευμα μαζευόμαστε στον καφενέ κι αρχίζουμε ο ένας το μακρύ του κι ο
άλλος το κοντό του. -Τζίρος να γίνεται!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα
μωρέ.