τζιλβές, ο, ουσ. [<τουρκ. cilve], συνήθως στον πλ. οι
τζιλβέδες, τα ερωτικά καμώματα, τα ερωτικά νάζια: «όταν μ’ αρχίζει τους τζιλβέδες
της, δεν μπορώ να της αρνηθώ τίποτα»·
-
κάνω τζιλβέδες, κάνω ερωτικά καμώματα, ερωτικά νάζια: «όταν τη βλέπεις
να κάνει τζιλβέδες στον άντρα της, πάει να πει πως έχει βάλει καμιά γούνα στο
μάτι».