τζιγέρι κ.
τζιέρι το, ουσ. [<τουρκ. ciger], συνήθως στον πλ. τα τζιγέρια, τα
σπλάχνα, τα εντόσθια ανθρώπων ή σφαγίων: «του ’δωσε μια με το μαχαίρι και του
πέταξε έξω τα τζιγέρια του». (Λαϊκό τραγούδι: μαλώνω με τα χέρια μου και
κόβω τα τζιγέρια μου να μην αναστενάζουν)·
-
βγάζω τα τζιγέρια μου, κάνω ακατάσχετο εμετό: «κάθε φορά που ταξιδεύω με
καράβι, βγάζω τα τζιγέρια μου»·
-
μου ’καψε τα τζιγέρια ή μου ’χει κάψει τα τζιγέρια, α. (για
ροφήματα) ήταν πάρα πολύ ζεστό: «ήπια μια γουλιά τσάι και μου ’καψε τα
τζιγέρια». β. (για οινοπνευματώδη ποτά) ήταν πολύ δυνατό: «δεν ξαναπίνω
απ’ αυτή την τσικουδιά, γιατί μου ’καψε τα τζιγέρια». γ. (για φαγητά)
είχε πάρα πολλά καρυκεύματα, που ήταν πολύ πικάντικο: «δεν μπορώ να φάω άλλο
απ’ αυτό το φαγητό, γιατί έχει τόσο πολύ πιπέρι, και μου ’καψε τα τζιγέρια»·
-
μου μαύρισε τα τζιγέρια ή μου ’χει μαυρίσει τα τζιγέρια, με
στενοχώρησε πάρα πολύ: «μου μαύρισε τα τζιγέρια μ’ αυτά που είπε για μένα»·
-
μου ’φαγε τα τζιγέρια ή μου ’χει φάει τα τζιγέρια, με καταβασάνισε,
με καταταλαιπώρησε: «μου ’φαγε τα τζιγέρια αυτό το παιδί, μέχρι να το μεγαλώσω»·
-
μου ’ψησε τα τζιγέρια ή μου ’χει ψήσει τα τζιγέρια, βλ. φρ. μου
’φαγε τα τζέρια·
-
τζιγέρι μου! προσφώνηση σε λατρευτό, σε αγαπημένο μας πρόσωπο με την
έννοια, αγάπη μου! καρδιά μου! ψυχή μου(!): «γιατί στενοχωριέσαι, τζιγέρι μου! ||
ποιος το πείραξε το τζιγέρι μου!».