τζιβιτζιλίκι, το, ουσ. [<τουρκ. sevicilik]. 1. η άπιστη
συμπεριφορά σε εραστή ή σε σύζυγο και γενικά η ανάρμοστη συμπεριφορά: «για
πρώτη φορά θα σε συγχωρέσω, αλλά δε γουστάρω ξανά τζιβιτζιλίκι». 2. (για
γυναίκες) η λεσβιακή σχέση, ο λεσβιασμός: «τα τελευταία χρόνια το τζιβιτζιλίκι
έχει γίνει της μόδας»·
-
κάνω τζιβιτζιλίκι, (για γυναίκες) κάνω λεσβιακό έρωτα: «αυτή από μικρή
έχει μάθει να κάνει τζιβιτζιλίκι». Παρατηρείται πολλές φορές χειρονομία με τις δυο
παλάμες τεντωμένες να έρχονται και να τρίβονται μεταξύ τους, έλκοντας ίσως αυτή
την κίνηση από το ότι η ομοφυλόφιλη γυναίκα, η λεσβία, λέγεται και τριβάς·
-
κάνω τζιβιτζιλίκια, κάνω απιστίες σε εραστή ή σε σύζυγο και γενικά
συμπεριφέρομαι ανάρμοστα: «όσον καιρό θα ’μαστε μαζί, δε γουστάρω να μου κάνεις
τζιβιτζιλίκια».