τζερεμές, ο, πλ. τζερεμέδες οι κ. τζερεμέδια, τα,
ουσ. [<τουρκ. cereme (= αγγαρεία, πρόστιμο)]. 1. άδικη, αδικαιολόγητη
ζημιά ή οικονομική επιβάρυνση: «δεν έχω σκοπό να ξαναπληρώσω τζερεμέδες». 2.
άνθρωπος που, όπου πάει, δημιουργεί μπερδέματα, φασαρίες: «δε θέλω στην παρέα
μας αυτόν τον τζερεμέ, γιατί μας δημιουργεί συνέχεια προβλήματα». 3.
άνθρωπος που στη νυχτερινή του διασκέδαση, ιδίως στα μπουζούκια, κάνει πολλές
ζημιές (σπάσιμο πιάτων, πέταγμα λουλουδιών) με αποτέλεσμα να διογκώνεται ο
λογαριασμός και αυτός ο ίδιος ο λογαριασμός: «είχαμε έναν τζερεμέ στην παρέα μας,
που μας βγήκε ο κούκος αηδόνι, όταν έφτασε η ώρα του λογαριασμού || τόσο μεγάλο
τζερεμέ πρώτη φορά πλήρωσα στη ζωή μου!». 4. άνθρωπος άχρηστος,
τεμπέλης, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «τι να τον κάνω αυτόν τον τζερεμέ στη
δουλειά μου;»·
-
σκότωνε τρελούς, πλήρωνε τζερεμέδες, όταν στραφεί κανείς εναντίον
ανόητων ή παράλογων ανθρώπων, η κατάληξη είναι πως οι ενέργειές του θα αποβούν
στο τέλος σε βάρος του.