τζαμπατζίδικος κ τσαμπατζίδικος, -η κ. -ια, -ο, επίθ.
[<τζαμπατζής + κατάλ. -ίδικος]. 1. που χαρακτηρίζει τον τζαμπατζή:
«τζαμπατζίδικια νοοτροπία». 2. που προσφέρεται χωρίς πληρωμή, δωρεάν:
«τζαμπατζίδικος περίπατος || τζαμπατζίδικη διασκέδαση || τζαμπατζίδικο θέαμα».
Επίρρ. τζαμπατζίδικα κ. τσαμπατζίδικα·
-
τζαμπατζίδικη δουλειά ή τζαμπατζίδικες δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
-
τη βγάζω τζαμπατζίδικα, επωφελούμαι και απολαμβάνω κάτι χωρίς πληρωμή,
δωρεάν: «έχει έναν φίλο πολύ λεφτά και, κάθε φορά που βγαίνουν έξω για
διασκέδαση, τη βγάζει τζαμπατζίδικα».