τζάμπα κ.
τσάμπα, επίρρ. [<τουρκ. caba]. 1. χωρίς πληρωμή, δωρεάν: «δε
δίνει τζάμπα ούτε και στον αδερφό του». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’ριξαν τζάμπα
την πρώτη δόση κι ύστερα στην παλάμη ένα σκονάκι κι έτσι με βρίσκεις μόλις
νυχτώσει πότε σαν τζάνκι και πότε βαποράκι // κυρ μυλωνά, κυρ μυλωνά, πόσο το
άλεσμά σου, για σένα τσάμπα κούκλα μου κι ο μύλος χάρισμά σου). 2.
πολύ φτηνά: «έχει πολλή πελατεία, γιατί πουλάει τζάμπα». (Λαϊκό τραγούδι: και
την Κυριακή έχει κρέας τζάμπα είναι κι ο κουρέας). 3. χωρίς
λόγο, χωρίς αποτέλεσμα, άδικα, μάταια, ανώφελα: «παιδιά, τζάμπα ήρθαμε μέχρι
εδώ πέρα, γιατί το μαγαζί είναι κλειστό || τζάμπα πήγαν όλοι μου οι κόποι για
σένα». (Λαϊκό τραγούδι: κι έχω το φως να καίει για να δεις πως δεν κοιμάμαι,
όμως τζάμπα καίει η λάμπα, τζάμπα σε θυμάμαι). Πρβλ. "έτσι
στο τσάμπα;" / με ρώτησε ο νεαρός / τόσο πολύ με σόκαρε το σίγμα / που τον
παράτησα / πριν από χρόνια ένας λεβέντης / "όχι και τζάμπα" / μου
είπε γελαστός / το ζήτα του με μάγεψε / του τα ’δωσα όλα (Ντ.
Χριστιανόπουλος). (Ακολουθούν 19 φρ.)·
-
βρήκε τζάμπα μουνί, το θέλει και ξυρισμένο, βλ. λ. μουνί·
-
έγινε τζάμπα (και βερεσέ), πράξη ή έργο που έγινε χωρίς λόγο, χωρίς
αιτία, που έγινε μάταια, ιδίως χωρίς να αποκομίσει κανείς κάποιο κέρδος: «είναι
μέσ’ στα νεύρα του, γιατί όλη η δουλειά έγινε τζάμπα και βερεσέ»·
-
έφυγε τζάμπα (και βερεσέ), βλ. φρ. πήγε τζάμπα (και βερεσέ)·
-
έχασε τζάμπα (και βερεσέ), έχασε άδικα: «ενώ η ομάδα μας έπαιζε πολύ
καλά, στο τέλος έχασε τζάμπα και βερεσέ»·
-
πήγε τζάμπα (και βερεσέ), πέθανε απρόσμενα. ιδίως πέθανε χωρίς κάποιο
σοβαρό λόγο ή αιτία, χωρίς να έχει κάποια σοβαρή πάθηση: «πήγε τζάμπα και
βερεσέ ο άνθρωπος από μια γριπούλα που άρπαξε!»· βλ. και φρ. έγινε τζάμπα
(και βερεσέ)·
-
πήγε τζάμπα (και βερεσέ) η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
πιάνει τζάμπα το χώρο, βλ. λ. χώρος·
-
ποτέ το λάθος δεν είναι τζάμπα, βλ. λ. λάθος·
-
τζάμπα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
τζάμπα κόπος, βλ. λ. κόπος·
-
τζάμπα μάγκας, βλ. λ. μάγκας·
-
τζάμπα μαγκιά ή τζάμπα μαγκιές, βλ. λ. μαγκιά·
-
τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι, βλ. λ. ξίδι·
-
τζάμπα πράμα! βλ. λ. πράγμα·
-
τζάμπα σκοτώνεσαι, βλ. λ. σκοτώνομαι·
- τζάμπα τρέχεις, βλ. λ. τρέχω·
-
τ’ αφεντικό τρελάθηκε και τα ’βαλ’ όλα τζάμπα, βλ. λ. αφεντικό·
-
τη βγάζω στο τζάμπα ή τη βγάζω τζάμπα, επωφελούμαι και απολαμβάνω
κάτι χωρίς να πληρώσω, δωρεάν: «όταν βγαίνω έξω για διασκέδαση με το φίλο μου
που είναι λεφτάς, τη βγάζω πάντα στο τζάμπα»·
- χάνω τζάμπα το χρόνο μου, βλ. λ. χρόνος.