τζάμι, το,
ουσ. [<τουρκ. cam], το τζάμι. 1. συνήθως ως επίθ. και ως επίρρ., που
είναι τέλειος, άψογος, πολύ καθώς πρέπει, αστραφτερά, ολοκάθαρα: «αγόρασα ένα
αυτοκίνητο τζάμι || όλα τα πράγματα μέσα στο σπίτι ήταν τζάμι απ’ την
καθαριότητα || στην εκδρομή περάσαμε τζάμι». 2. στον πλ. τα τζάμια
(βλ. λ.). Υποκορ. τζαμάκι, το·
-
δουλειά τζάμι ή τζάμι δουλειά, βλ. λ. δουλειά.
-
είναι τζάμι, α. (στη νεοαργκό για πρόσωπα) συμπεριφέρεται καθαρά,
γνήσια, ντόμπρα, είναι τέλειος, άψογος, πολύ καθώς πρέπει: «ό,τι και να σου
πει, να τον πιστέψεις με το πρώτο, γιατί ο άνθρωπος είναι τζάμι». β. (στη
νεοαργκό για πράγματα) είναι τέλειο ως προς τη λειτουργία ή την εμφάνισή του:
«αυτή η μοτοσικλέτα είναι τζάμι»·
-
είναι τζάμι η θάλασσα ή η θάλασσα είναι τζάμι, βλ. συνηθέστ. είναι
λάδι η θάλασσα, λ. λάδι·
-
είναι τζάμι ο δρόμος ή ο δρόμος είναι τζάμι, έχει πιάσει ένα
λεπτό στρώμα πάγου από την παγωνιά: «να προσέχεις πώς οδηγάς, γιατί από τη
νυχτερινή παγωνιά ο δρόμος είναι τζάμι». Συνών. είναι γυαλί ο δρόμος ή ο
δρόμος είναι γυαλί·
-
κάνει τα τζάμια να τρίζουν, έχει πολύ δυνατή, πολύ βροντερή φωνή: «κάθε
φορά που τραγουδάει, κάνει τα τζάμια να τρίζουν || όταν αγριέψει και βάλει τις
φωνές, κάνει τα τζάμια να τρίζουν»·
-
ξηγιέμαι τζάμι, (στη νεοαργκό) συμπεριφέρομαι σωστά, ευγενικά, τέλεια, άψογα,
πολύ καθώς πρέπει: «όταν μου φέρονται καλά, ξηγιέμαι κι εγώ τζάμι»·
-
τη βγάζω τζάμι, (στη νεοαργκό) περνώ πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ
ευχάριστα, καταπληκτικά: «κάθε φορά που πηγαίνω στο μπαράκι Αλέα, τη βγάζω
τζάμι».