τζαζ, η, άκλ.
ουσ. [<αγγλ. jazz], η τζαζ·
-
είναι τζαζ, α. λέγεται σε περίπτωση που το άτομο για το οποίο
γίνεται λόγος είναι ασυνάρτητο, αλλοπρόσαλλο, ακατανόητο, απρόβλεπτο,
αντικοινωνικό και, κατ’ επέκταση, λειψό, τρελό, όχι σοβαρό: «μην τον παίρνεις
στα σοβαρά, γιατί είναι τζαζ ο άνθρωπος». Από το ότι αυτό το είδος της
μουσικής, που δημιουργήθηκε από τους μαύρους της Νέας Ορλεάνης στις αρχές του
20ού αιώνα, δεν είναι κατανοητό από τους πολλούς. β. λέγεται σε
περίπτωση που, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ενθουσιώδες,
ευχάριστο: «πολύ τον γουστάρω αυτόν το φίλο σου, γιατί είναι πολύ τζαζ. Από το
ότι το είδος αυτό της μουσικής ευχαριστεί τους μυημένους·
-
την έκανα τζαζ, (στη νεοαργκό) α. θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα,
εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «έλεγε ένα σωρό βλακείες, ώσπου την έκανα τζαζ
και τον πλάκωσα στο ξύλο». Από το ότι οι υψηλοί και γρήγοροι ήχοι αυτής της μουσικής
εκνευρίζουν τους μη μυημένους. Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα
βαλβίδα / τα πήρα στην κράνα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κεφάλι / τα
πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα κρίση /
την έκανα λάμπα / την έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα / την έκανα τζαζ (α) /
την έκανα τζαζ μπαντ. β. ενθουσιάστηκα πάρα πολύ: «ήταν τόσο ωραίο
το μουσικό πρόγραμμα, που την έκανα τζαζ». Από το ότι οι υψηλοί και γρήγοροι
ήχοι αυτής της μουσικής ενθουσιάζουν τους μυημένους. Συνών. την έκανα λαχείο
(β) / την έκανα λώλα (β).