τεφαρίκι, το, ουσ. [<τουρκ. tefarik (= ψιλοπράγματα, δώρο
ευτελούς αξίας)]. 1. πράγμα εκλεκτό, πολύτιμο, σπάνιο: «αγόρασα ένα
δαχτυλίδι σκέτο τεφαρίκι». (Λαϊκό τραγούδι: έχω λουλαδάκι που ’ναι τεφαρίκι
κι αργιλέ καρύδα ίσα μ’ ένα μπρίκι). 2. άνθρωπος με εξαίρετη
συμπεριφορά και σπάνιο ήθος: «είναι τεφαρίκι άνθρωπος, γι’ αυτό τον θέλουν όλοι
στην παρέα τους || γνώρισα μια γκόμενα τεφαρίκι». Η θετική του ερμηνεία από τον
εκδότη Τεφαρίκι ο οποίος τον 19ο αιώνα εξέδωσε μια σπουδαία ποιητική
συλλογή. (Από την τηλεοπτική εκπομπή γνώσεων της Ν.Ε.Τ τοις μετρητοίς, που
παρουσιάζει ο ηθοποιός και παρουσιαστής Σπύρος Παπαδόπουλος»·
- τεφαρίκι πράμα, α. οποιοδήποτε πράγμα το οποίο είναι
εκλεκτό, πολύτιμο, σπάνιο: «αγόρασα έναν πίνακα ζωγραφικής, που είναι τεφαρίκι
πράμα». β. γυναίκα πανέμορφη: «γνώρισα μια γυναίκα που είναι τεφαρίκι
πράμα». Από το ότι πράμα σημαίνει και μουνί.