τετάρτη, η,
ουσ. [θηλ. του αρχ. επιθ. τέταρτος]. 1. μια από τις ταχύτητες του
αυτοκινήτου. (Λαϊκό τραγούδι: αν μαρσάρω την τετάρτη,μην
τρομάξεις στις στροφές, είμαι χρόνια σοφεράκι, μη φοβάσαι τις ζημιές). 2.
η τέταρτη τάξη του δημοτικού σχολείου: «ο μικρός του ο γιος πηγαίνει στην
τετάρτη, ενώ ο μεγάλος βγάζει το γυμνάσιο»·
-
βάζω τετάρτη ή βάζω την τετάρτη, κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα,
ενεργώ με μεγάλη σπουδή: «μόλις έμαθε πως έδερναν το φίλο του στο παρακάτω
στενό, έβαλε τετάρτη να πάει να τον βοηθήσει || πρέπει να βάλω την Τετάρτη, για
να προλάβω να τελειώσω όλες μου τις δουλειές». Από το ότι με την τετάρτη
ταχύτητα το αυτοκίνητο αναπτύσσει τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα·
-
πατώ τετάρτη ή πατώ την τετάρτη, βλ. συνηθέστ. βάζω τετάρτη.