αγελάδα,
η, ουσ.
[<μσν. ἀγελάς (ἀγελαία βοῦς)], η αγελάδα· βλ. και λ. γελάδα·
-
βρήκε αγελάδα κι αρμέγει, βρήκε
πηγή ωφελημάτων και την εκμεταλλεύεται συστηματικά: «ο πεθερός του τον
συμπάθησε με το πρώτο κι έτσι βρήκε αγελάδα κι αρμέγει». Συνών. βρήκε βυζί
και βυζαίνει / βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε
την κότα που (του) κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά / βρήκε χήνα και τη μαδά·
- εποχή
ισχνών αγελάδων, βλ. συνηθέστ. περίοδος ισχνών αγελάδων·
-
εποχή παχιών αγελάδων, βλ.
συνηθέστ. περίοδος παχιών αγελάδων·
-
νόσος των τρελών αγελάδων, θανατηφόρος
ασθένεια των αγελάδων η οποία μεταδίδεται και στον άνθρωπο που θα φάει κρέας
από το ζώο που έπασχε: «η νόσος των τρελών αγελάδων, ήταν υπεύθυνη για αρκετούς
θανάτους ανθρώπων που αψήφησαν την απαγορευτική οδηγία της ιατρικής
κοινότητας». Η νόσος εμφανίστηκε στις αρχές του 1990, αρχικά στην Αγγλία και
ύστερα εξαπλώθηκε και σε άλλες χώρες της Ευρώπης·
-
περίοδος ισχνών αγελάδων, χρονική
περίοδος μεγάλης στέρησης, έντονης ανεπάρκειας υλικών αγαθών και γενικά χρονική
περίοδος μεγάλης οικονομικής ανέχειας: «τα τελευταία χρόνια η πατρίδα μας
διέρχεται περίοδο ισχνών αγελάδων». Από τις εφτά αδύνατες αγελάδες που, σύμφωνα
με την Παλαιά Διαθήκη «Γένεση», είδε ο Φαραώ στο όνειρό του, και που σύμφωνα με
την ερμηνεία που έδωσε ο Ιωσήφ συμβόλιζαν εφτά έτη πείνας·
- περίοδος
παχιών αγελάδων, χρονική περίοδος μεγάλης αφθονίας υλικών αγαθών και γενικά
χρονική περίοδος μεγάλης οικονομικής ευημερίας: «μετά από ένα μεγάλο χρονικό
διάστημα σφιχτής οικονομικής πολιτικής, η πατρίδα μας πέρασε σε περίοδο παχιών
αγελάδων». Από τις εφτά παχιές αγελάδες που, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη
«Γένεση», είδε ο Φαραώ στο όνειρό του, και που σύμφωνα με την ερμηνεία που
έδωσε ο Ιωσήφ συμβόλιζαν εφτά έτη αφθονίας.