τέσσερις, -ις, -α, αριθμητ. [<μτγν. τέσσερες
<αρχ. τέσσαρες]· τέσσερις· βλ. και λ. τέσσερα·
-
δεν άφησαν παρά τους τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
-
είναι κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
-
ζει κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
-
ζει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
-
κλείστηκε ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
-
περνάει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
-
να σε παν’ (οι) τέσσερις, κατάρα που δίνουμε σε κάποιον και έχει την
έννοια να πεθάνει. Οι τέσσερις που αναφέρονται, είναι οι υπάλληλοι του γραφείου
τελετών, που μεταφέρουν το φέρετρο με το νεκρό·
-
τον πήγαν (οι) τέσσερις, πέθανε: «δεν είν’ εδώ αυτός που ζητάς, άνθρωπέ
μου, γιατί πριν από καιρό τον πήγαν οι τέσσερις». Οι τέσσερις που αναφέρονται,
είναι οι υπάλληλοι του γραφείου τελετών, που μεταφέρουν το φέρετρο με το νεκρό·
-
τον πήραν (οι) τέσσερις, βλ. φρ. τον πήγαν (οι) τέσσερις.