τέσσερα,
άκλ. απόλ. αριθμητ. [<μτγν. τέσσερα <αρχ. τέσσαρα], τέσσερα· βλ. και λ. τέσσερις. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
-
δε νιώθει πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. φρ. δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα·
-
δεν έχει ιδέα πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. λ. ιδέα·
-
δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα, α. είναι εντελώς ανίδεος, εντελώς
άσχετος με μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα ή είναι εντελώς ακατατόπιστος για την
υπόθεση ή το θέμα που συζητείται: «μην πας τ’ αυτοκίνητό σου σ’ αυτόν το
μηχανικό, γιατί δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα || μην αναθέσεις στον τάδε
δικηγόρο καμιά υπόθεσή σου, γιατί δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα || μην τον
ρωτήσεις τίποτα για την υπόθεση, γιατί δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα || αφού
δεν ξέρεις πού πάν’ τα τέσσερα, γιατί χώνεσαι στην κουβέντα;». β. είναι
πολύ μεθυσμένος: «όταν πιει λίγο παραπάνω απ’ το κανονικό δεν ξέρει πού πάν’ τα
τέσσερα»·
-
δυο και δυο ίσον τέσσερα ή δυο και δυο κάνουν τέσσερα, βλ. λ. δυο·
-
έπεσε στα τέσσερα, θερμοπαρακάλεσε: «έπεσε στα τέσσερα μπροστά μου για
να τον βοηθήσω»·
-
έτρεξε με τα τέσσερα, έτρεξε πάρα πολύ γρήγορα, ταχύτατα, έφυγε με τα
τέσσερα: «έτρεξε με τα τέσσερα να πάει να τους ειδοποιήσει». Από την εικόνα του
αλόγου που καλπάζει·
-
έφυγε με τα τέσσερα, έφυγε πολύ γρήγορα, έφυγε ταχύτατα: «μόλις είδε
τους αστυνομικούς που έρχονταν να τον συλλάβουν, έφυγε με τα τέσσερα». Από την
εικόνα του αλόγου που καλπάζει·
-
έχω τα μάτια μου τέσσερα, βλ. λ. μάτι·
-
ήρθε με τα τέσσερα, ήρθε ταχύτατα: «μόλις έμαθε πως είχα την ανάγκη του,
ήρθε με τα τέσσερα». Αναφορά στο γρήγορο καλπασμό του αλόγου·
-
η πονηρή αλεπού απ’ τα τέσσερα πιάνεται, βλ. λ. αλεπού·
-
θα τον κάνω να ’ρθει με τα τέσσερα, θα τον υποχρεώσω να έρθει ταχύτατα:
«τώρα μας κάνει το βαρύ πεπόνι, αλλά, αν αποφασίσω να πω αυτά που ξέρω γι’
αυτόν, θα τον κάνω να ’ρθει στα τέσσερα, για να με σταματήσει». Αναφορά στο
γρήγορο καλπασμό του αλόγου·
-
θα τον κάνω να πέσει στα τέσσερα, θα τον υποχρεώσω να με θερμοπαρακαλέσει,
να με ικετεύσει ταπεινά: «τώρα μας κάνει τον τάχαμ δήθεν, αλλά, αν ξαναπάρει
την κάτω βόλτα, θα τον κάνω να πέσει στα τέσσερα μπροστά μου, για να τον
βοηθήσω»·
-
με τα τέσσερα, α. αποκαρδιωτική απάντηση ατόμου στην ερώτηση
κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάει ή πώς πάνε τα
πράγματα, και σημαίνει πως η δουλειά του ή γενικά η ζωή του δεν
εξελίσσεται, δεν πορεύεται ομαλά, φυσιολογικά, πως αντιμετωπίζει διάφορα
προβλήματα·
-
πάει με τα τέσσερα, α. είναι πολύ μεθυσμένος και υποτίθεται πως
κινείται μπουσουλώντας: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, πάει με τα τέσσερα».
β. (για νήπια) κινείται μπουσουλώντας: «είναι τόσο μωρό ακόμα ο γιος
του, που πάει με τα τέσσερα». γ. (γενικά) η δουλειά ή η υπόθεση δεν
εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά ή το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος
αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα: «τον τελευταίο καιρό δεν ξέρω τι να κάνω,
γιατί η δουλειά πάει με τα τέσσερα || ούτε κι αυτός μπορεί να μας βοηθήσει,
γιατί, απ’ ότι ξέρω, κι αυτός πάει με τα τέσσερα»·
-
περπατάει στα τέσσερα, βλ. συνηθέστ. πάει με τα τέσσερα·
-
πέφτω στα τέσσερα, θερμοπαρακαλώ, ικετεύω κάποιον ταπεινά: «έπεσε στα
τέσσερα μπροστά στο διευθυντή, για να μην διώξει το γιο του απ’ τη δουλειά»·
-
σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, βλ. λ. σημείο·
-
τα μάτια σου τέσσερα, βλ. λ. μάτι·
-
το βάζω στα τέσσερα, φεύγω τρεχάτος, ιδίως από φόβο ή δειλία: «μόλις
έμαθε πως ερχόταν ο τάδε να του ζητήσει το λόγο, το ’βαλε στα τέσσερα κι όπου
φύγει φύγει». Αναφορά στον καλπασμό του αλόγου.