τερματίζω,
ρ. [<μτγν. τερματίζω], τερματίζω. 1. φτάνω στο τέλος μιας
δραστηριότητας ή διαδικασίας, τελειώνω: «μόλις τερματίσω τη δουλειά μου, θα
’ρθω να σας συναντήσω». 2. κατ’ επέκταση, πεθαίνω ή αυτοκτονώ:
«τερμάτισε ήσυχα τη ζωή του ανάμεσα στην οικογένειά του || τερμάτισε τη ζωή του
με μια σφαίρα στο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: φύσηξ’ ο βοριάς της παρηγοριάς
για να μου θυμίσει, πως ακόμα ζω, έστω κι αν εγώ έχω τερματίσει).
3. διακόπτω μια δραστηριότητα, διαδικασία ή σχέση: «αφού δε μου
πλήρωναν τα λεφτά που ζητούσα, τερμάτισα απ’ τη δουλειά μου || με την τάδε
έχουμε τερματίσει εδώ και καιρό». 4. (για δρομείς ή για άλλα αθλήματα)
φτάνω στο τέρμα: «στην κούρσα των οκτακοσίων μέτρων τερμάτισε πρώτος || στο
γκραν πρι του Μόντε Κάρλο τερμάτισε δεύτερος || ο τάδε τερμάτισε πρώτος στη
ιστιοσανίδα || το άλογο του τάδε στην τρίτη ιπποδρομία τερμάτισε τρίτο»·
-
όποιος τρέχει μόνος του, τερματίζει πρώτος, όποιος δεν έχει αντίπαλο να
τον συναγωνιστεί σε κάτι, ενεργεί πάντα με άνεση και προς όφελός του: «επειδή
δεν υπήρχε άλλος ενδιαφερόμενος, ό,τι αντικείμενο έβγαζαν στη δημοπρασία και
του άρεσε, το έπαιρνε, γιατί όποιος τρέχει μόνος του τερματίζει πρώτος»·
-
τερμάτισε τη ζωή του, βλ. λ. ζωή.