τέρμα, το,
ουσ. [<αρχ. τέρμα], το τέρμα. 1. το τέλος μιας διαδρομής, ιδίως εκεί
όπου καταλήγουν τα αστικά λεωφορεία της γραμμής: «μετά από τρεις στάσεις θα
φτάσουμε στο τέρμα». (Λαϊκό τραγούδι: περπάτα να προλάβουμε να φτάσουμε στο
τέρμα). 2α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η εστία που
υπερασπίζεται ο τερματοφύλακας για να μην παραβιαστεί από αντίπαλο παίχτη: «σ’
όλη τη διάρκεια του αγώνα ο τερματοφύλακας δεν απομακρύνθηκε στιγμή απ’ το
τέρμα του». β. το γκολ: «η ομάδα μας δέχτηκε τρία τέρματα». 3α.
ως επιφών. αγανάκτησης τέρμα! φτάνει, μέχρις εδώ, δεν έχει άλλο, δεν
πάει άλλο, δεν αντέχω άλλο: «βαρέθηκα τόσον καιρό να σ’ ακούω να λες αυτές τις
αηδίες. Επιτέλους, τέρμα! || τέρμα το τσιγάρο! || το ποτό τέρμα! || τέρμα τα
παιχνίδια, γιατί αρχίζει η δουλειά!». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου πόνε, γεια
σου ψέμα, τέρμα στα φαρμάκια, τέρμα).β. σταμάτα! σταματήσαμε!
φτάσαμε(!): «μέχρι εδώ ήταν η διαδρομή, παιδιά, τέρμα!». 4α. ως επίρρ.,
εντελώς: «άνοιξε τέρμα τη βρύση || πάτησε τέρμα το γκάζι || άνοιξε τέρμα το
ραδιοφωνάκι του». β. στο τέλος, τελικά. (Λαϊκό τραγούδι: ένατον, στα
βάσανά μου θα ’σαι η παρηγοριά μου! δέκατον, λοιπόν, και τέρμα· μη μου
πεις ποτέ σου ψέμα!). (Ακολουθούν 18 φρ.)·
-
βάζω τέρμα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω γκολ: «σε κάθε
παιχνίδι θα βάλει τουλάχιστον ένα τέρμα»·
-
βάζω τέρμα (σε κάτι), βλ. φρ. δίνω τέρμα (σε κάτι)·
- βρίσκεται στο τέρμα της ζωής του, βλ. λ. ζωή·
-
δίνω τέρμα (σε κάτι), α. τερματίζω, παύω, σταματώ κάτι, δίνω σε
κάτι οριστικό τέλος: «δώσαμε τέρμα στη συνεργασία μας || ο νέος διευθυντής
υποσχέθηκε πως θα δώσει τέρμα σε κάθε αυθαιρεσία». β. διακόπτω ένα δεσμό
ή σχέση: «έδωσα τέρμα στο δεσμό μας, γιατί είχε αρχίσει να μου μιλάει για γάμο»·
-
έβαλε τέρμα στη ζωή του ή έδωσε τέρμα στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
-
είμαι και τέρμα, α. είμαι εντελώς κουρασμένος, είμαι
εξουθενωμένος: «παιδιά, δεν κάνω βήμα παραπέρα, γιατί είμαι και τέρμα». β.
είμαι ψυχικό ράκος: «μετά το θάνατο του πατέρα μου είμαι και τέρμα». γ.
βρίσκομαι στα τελευταία μου, είμαι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάσισαν πως
είμαι και τέρμα». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι και τέρμα θα πεθάνω,
βοήθησέ με τι να κάνω!)·
-
είναι στο τέρμα της ζωής του, βλ. λ. ζωή·
-
μένω στο τέρμα ή μένω τέρμα, το σπίτι μου είναι στο τέλος μιας
διαδρομής, ιδίως εκεί όπου καταλήγουν τα αστικά λεωφορεία της γραμμής: «επειδή
η απόσταση είναι μεγάλη, γιατί μένω στο τέρμα, πρέπει να πάρουμε ταξί»·
-
σημειώνω τέρμα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. βάζω τέρμα·
-
τέρμα γκάζια ή τέρμα τα γκάζια, βλ. λ. γκάζι·
-
τέρμα Θεού, τόπος, τοποθεσία πολύ απομακρυσμένη: «δεν τον επισκέπτομαι
συχνά, γιατί μένει τέρμα Θεού»·
-
τέρμα (και) τελείωσε, βλ. φρ. πάει και τέλειωσε, βλ. λ. πάει·
-
τέρμα και τω Θεώ δόξα, βλ. συνηθέστ. τέλος και τω Θεώ δόξα, λ.
τέλος·
-
τέρμα τ’ αστεία, α. έκφραση με την οποία προτρέπουμε κάποιον να
σοβαρευτεί, να ενεργοποιηθεί για τη συνέχιση μιας εργασίας ή υπόθεσης που έχει
παραμεληθεί: «έλα, αρκετά καλαμπουρίσαμε. Τέρμα τ’ αστεία κι εμπρός, δουλειά!».
β. δηλώνει και το τέλος της ανοχής μας: «από δω και πέρα, τέρμα τ’
αστεία και θέλω να ’σαι τυπικός μαζί μου». γ. δηλώνει και τον τερματισμό
μιας σχέσης ή ερωτικού δεσμού (Λαϊκό τραγούδι: τελειώσαμε, τέρμα τ’
αστεία και γεια χαρά!)·
-
τέρμα τα δίφραγκα! (ιδίως για παροχή) δεν έχει άλλο, τελείωσε· βλ. και
λ. δίφραγκο·
- τέρμα τα ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- το τέρμα της ζωής, ο θάνατος: «λίγο πριν από το
τέρμα της ζωής του έδωσε την ευχή του στα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: κι
έτσι φτάσαμε στο τέρμα της ζωής και μας βάλανε βαθιά στη μαύρη γης πλάι
πλάι και τους δυο σε μια γωνιά, διακρίσεις δεν υπάρχουν τώρα πια)·
- φτάνω μέχρι το τέρμα (κάτι) ή φτάνω στο τέρμα (κάτι) ή
φτάνω ως το τέρμα (κάτι), ολοκληρώνω κάτι: «αφού εγώ την άρχισα, είμαι
αποφασισμένος να φτάσω μέχρι το τέρμα τη δουλειά μονάχος μου».