τελεία, η, ουσ.
[<αρχ. τελεία (ενν. στιγμή), θηλ. του επιθ. τέλειος], η τελεία·
-
βάζω τελεία ή βάζω τελεία και παύλα (ενν. σε ένα ζήτημα, σε μια
συζήτηση, σε μια δουλειά, σε μια κουβέντα, σε μια υπόθεση κ.λπ.), παύω
οριστικά να ασχολούμαι με κάτι, τελειώνω, διακόπτω οριστικά κάτι: «αν δε βάλεις
τελεία και παύλα σ’ αυτή τη δουλειά, να ’σαι σίγουρος πως θα καταστραφείς ||
εγώ ό,τι ήταν να πω το είπα και βάζω τελεία και παύλα». Από τη συνήθεια που
έχουν πολλοί, όταν τελειώνουν ένα κείμενο που γράφουν, να βάζουν τελεία και
παύλα (.–)·
-
τελεία και καύλα, ειρωνικά κατά το τελεία και παύλα·
-
τελεία και παύλα, έκφραση που δηλώνει οριστικό τερματισμό, οριστική απόφαση:
«εγώ φεύγω απ’ αυτή τη δουλειά, τελεία και παύλα || μην επιμένεις άλλο, γιατί
πήρα την απόφαση να μην έρθω, τελεία και παύλα». (Λαϊκό τραγούδι: κόβω δυο
άστρα να τα ’χω ναύλα για να γυρίσω στην Κοκκινιά. Κι όσο για σένα, τελεία-παύλα
καρδιά σου έχεις την παγωνιά)·
-
τελεία και Παύλος, ειρωνικά κατά το τελεία και παύλα.