τελάρο, το, ουσ. [<ιταλ. telaro], το τελάρο· ξύλινο πλαίσιο
κάδρου και γενικά κάθε ξύλινο πλαίσιο: «θέλω να επιδιορθώσω το τελάρο της
πόρτας, επειδή φούσκωσε από την υγρασία·
-
η μάχη του τελάρου, βλ. λ. μάχη·
-
θα στο περάσω τελάρο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε χτυπήσω στο
κεφάλι με αυτό που κρατώ στα χέρια μου και θα σου το φέρω μέχρι το λαιμό: «αν
κάνεις ξανά πως θέλεις να μου πάρεις απ’ τα χέρια αυτό το πράγμα, θα στο περάσω
τελάρο, στο λέω»·
-
θα στο φέρω τελάρο, βλ. συνηθέστ. θα στο περάσω τελάρο·
-
θα στο φορέσω τελάρο, βλ. συνηθέστ. θα στο περάσω τελάρο·
-
του το πέρασα τελάρο, τον χτύπησα με το αντικείμενο που κρατούσα στα
χέρια μου και του το κατέβασα μέχρι το λαιμό του: «πάνω στα νεύρα μου άρπαξα το
κάδρο και του το πέρασα τελάρο»·
-
του το ’φερα τελάρο, βλ. συνηθέστ. του το πέρασα τελάρο·
-
του το φόρεσα τελάρο, βλ. συνηθέστ. του το πέρασα τελάρο.