τέκνο, η, άκλ. ουσ. [<αγγλ. techno, συγκοπή της λ. technology], είδος ηλεκτρονικής μουσικής με έντονο ρυθμό που ακούγεται συνήθως από το νεαρόκοσμο: «ξέρω ένα κλαμπ, που βάζει μόνο τέκνο μουσική».
τέκνο, η, άκλ. ουσ. [<αγγλ. techno, συγκοπή της λ. technology], είδος ηλεκτρονικής μουσικής με έντονο ρυθμό που ακούγεται συνήθως από το νεαρόκοσμο: «ξέρω ένα κλαμπ, που βάζει μόνο τέκνο μουσική».