τείχος, το, ουσ. [<αρχ. τεῖχος], το τείχος·
-
ανθρώπινο τείχος, προστατευτικός κλοιός από σώματα ανθρώπων που είναι το
ένα κολλητά με το άλλο: «οι αστυνομικοί δημιούργησαν ένα ανθρώπινο τείχος για
να κρατήσουν τους διαδηλωτές μακριά απ’ την αμερικάνικη πρεσβεία»·
-
εκτός των τειχών, έξω από μια κλειστή κοινωνία ανθρώπων: «οι πλούσιοι
δεν καταδέχονται να κάνουν παρέα με τους φτωχούς, γι’ αυτό τους έχουν αφήσει
εκτός των τειχών || είναι χρόνια κομπιναδόροι και, για να εκμεταλλεύονται μόνοι
τους την αγορά, κρατούν εκτός των τειχών κάθε καινούριο που θα φανεί»·
-
εντός των τειχών, που συμπεριλαμβάνεται σε μια κλειστή κοινωνία
ανθρώπων: «έχουν δημιουργήσει πολύ στενούς δεσμούς μεταξύ τους κι εντός των
τειχών δε δέχονται κανέναν»·
-
ζωντανό τείχος, βλ. συνηθέστ. ανθρώπινο τείχος·
- κάνω τείχος, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τοποθετούμαι σε ευθεία
γραμμή μαζί με άλλους συμπαίχτες μου και σε μικρή απόσταση από τον αντίπαλο
παίχτη που θα χτυπήσει φάουλ, για να προστατέψω την εστία μου: «ο παίχτης
πέρασε την μπάλα πάνω απ’ το τείχος που είχαν κάνει οι αντίπαλοί του και την
έστειλε στα δίχτυα».