αγγούρι,
το, ουσ.
[<μσν. ἀγγούριν <αραβ. agur], το αγγούρι. 1. η μεγάλη
δυσκολία, το μεγάλο εμπόδιο, ιδίως σε κάποια εργασία, σε κάποια δουλειά: «γαμώ
το στανιό μου, όλα τ’ αγγούρια στη δουλειά σε μένα τυχαίνουν!». 2.
οτιδήποτε θεωρούμε πως είναι πολύ δύσκολο ή κρίσιμο σε κάποια πορεία μας: «έχω
να δώσω ένα μάθημα που είναι πολύ αγγούρι». Συνών. καζίκι (2, 3) / παλούκι
(2, 3). 3. αυτός που είναι αδέξιος, σαχλός, ψηλός και άχαρος: «είχε
για καβαλιέρο της ένα αγγούρι, που σ’ έπιαναν τα γέλια μόλις τον έβλεπες». 4.
αυτός που είναι ηλίθιος, ανόητος, βλάκας: «βρε αγγούρι, άλλο σου λέω τόση ώρα
κι εσύ άλλο καταλαβαίνεις». 5. το πολύ μεγάλο πέος: «έχει τέτοιο αγγούρι
ο αφιλότιμος, που το σκέφτεται γυναίκα να πάει μαζί του». Από τη σχηματική
ομοιότητα του πέους με το αγγούρι. 6. ως επιφών. στον πλ. αγγούρια! λέγεται
για να ειρωνευτούμε ή να διαψεύσουμε τα όσα λέει ο συνομιλητής μας, ανοησίες,
ψέματα: «αγγούρια, που έχεις τόσα λεφτά! || αγγούρια, που έγιναν έτσι τα
πράγματα». 7. ο αγγούρας (βλ. λ.). Υποκορ. αγγουράκι, το. (Λαϊκό
τραγούδι: κι ένας μάγκας μαναβάκος μου φωνάζει ο μορτάκος: Πάρε χήρα μου αγγουράκι
για μεζέ στο καραφάκι). (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αγγούρι
καλυβιώτικο, πέος, πούτσος σε υπερφυσικό μέγεθος: «ο τάδε έχει έναν πούτσο,
που είναι σαν αγγούρι καλυβιώτικο». Από το ότι η ποικιλία αυτή βγάζει αγγούρια
σε πολύ μεγάλο μέγεθος·
- αγγούρια καλυβιώτικα! βλ. αγγούρια(!)·
-
είμαι σαν αγγούρι, το
παρουσιαστικό μου δεν έχει καμιά κομψότητα, καμιά χάρη: «έτσι όπως είμαι σαν
αγγούρι, δεν μπορώ να ’ρθω μαζί σας»·
- είναι
αγγούρι, α. (για ποδοσφαιριστές) είναι πολύ κακός: «ο
καινούριος παίχτης που πήραμε, είναι αγγούρι». 2. (για μαθητές) δεν
παίρνει τα γράμματα, είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «ο γιος του είναι αγγούρι στο
σχολείο». 3. (γενικά για πρόσωπα) είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «γιατί
συμβουλεύτηκες τον τάδε, δεν ξέρεις πως είναι αγγούρι;»·
- έχω
έν’ αγγούρι στον κώλο, αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία, μεγάλο εμπόδιο στην
εργασία μου, στη δουλειά μου και γενικά στη ζωή μου: «έχω έν’ αγγούρι στον
κώλο, γιατί μου ’φυγαν πέντε εργάτες και δεν μπορώ να προχωρήσω τη δουλειά μου
|| έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, γιατί την άλλη βδομάδα, μπαίνει η γυναίκα μου στο
νοσοκομείο για μια δύσκολη εγχείρηση»·
- η
γριά το μεσοχείμωνο αγγουράκια πεθυμούσε, βλ. λ. γριά·
- η
δουλειά είναι αγγούρι ή είναι αγγούρι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- η
ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και
δροσίζεται, βλ. λ. ζωή·
- η
προσταγή σου λάχανα κι ο ορισμός σου αγγούρια, βλ. λ. προσταγή·
- κάθεται
σαν αγγούρι, βλ. φρ. στέκεται σαν αγγούρι·
- με
κάνει σαν αγγούρι, (για
είδη ένδυσης) δε μου προσδίνει την παραμικρή κομψότητα, την παραμικρή χάρη:
«στη βιτρίνα ήταν ωραίο το κουστούμι, αλλά όταν το φόρεσα, μ’ έκανε σαν
αγγούρι»·
- μου
βγήκε έν’ αγγούρι, μου προέκυψε ξαφνικά μεγάλη δυσκολία, μεγάλο εμπόδιο,
ιδίως στην εργασία μου, στη δουλειά μου: «όλα πήγαιναν μια χαρά στη δουλειά
μου, αλλά μου βγήκε έν’ αγγούρι στα καλά καθούμενα και δεν ξέρω τι να κάνω».
Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση η φρ. κλείνει με το μα τι αγγούρι·
- μου
μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία, μεγάλο εμπόδιο,
ιδίως στην εργασία μου, στη δουλειά μου: «εκεί που έλεγα πως θα ηρεμήσω, μου
μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο και δεν ξέρω τι να κάνω». Πολλές φορές, για
περισσότερη έμφαση η φρ. κλείνει με το μα τι αγγούρι. Από το ότι είναι
πολύ οδυνηρό σε κάποιον να του μπει ένα αγγούρι στον κώλο·
- περπατάει
σαν αγγούρι, έχει μονοκόμματο, άχαρο περπάτημα: «πολύ χάνει αυτή η γυναίκα,
γιατί, ενώ είναι όμορφη, περπατάει σαν αγγούρι»·
- πού
πας ξεβράκωτος στ’ αγγούρια! λέγεται ειρωνικά για άτομο που, χωρίς να έχει
τα απαραίτητα εφόδια ή στηρίγματα, επιχειρεί παράτολμα εμπορικά ανοίγματα ή
επιχειρεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με άτομο που είναι ανώτερης οικονομικής ή
κοινωνικής τάξης από το ίδιο. Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς περπατάει
ξεβράκωτο ανάμεσα στα αγγούρια, διατρέχει τον κίνδυνο να μπει κάποιο αγγούρι
στον κώλο του·
- σηκωθήκανε
τ’ αγγουράκια να γαμήσουν το μανάβη, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον
αδύναμο σωματικά ή οικονομικά που επιχειρεί να εναντιωθεί σε κάποιον που είναι
ισχυρότερός του. β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που, ενώ έχει άδικο,
επιχειρεί με φωνές ή άλλο δυναμικό τρόπο να μας πείσει για το αντίθετο, ή για
κάποιον που θέλει να φανεί πιο έξυπνος από εμάς, ενώ στην πραγματικότητα δεν
είναι. Συνών. σηκωθήκανε τα κολοκυθάκια να χτυπήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε
τα λάχανα να χτυπήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι·
- στέκεται
σαν αγγούρι, στέκεται συνεσταλμένος και άφωνος σε μια θέση, είτε γιατί δεν
έχει ή δεν ξέρει να πει κάτι είτε γιατί βρίσκεται σε άγνωστο περιβάλλον και δεν
ξέρει πώς να συμπεριφερθεί: «ποιος είναι εκείνος ο νεαρός που στέκεται σαν
αγγούρι στη γωνιά;». Συνών. στέκεται σαν παλούκι·
- τα
βρήκα αγγούρια, αντιμετώπισα μεγάλες δυσκολίες, μεγάλα εμπόδια σε κάποια
δουλειά ή υπόθεση: «μπλέχτηκα με μια καινούρια δουλειά και τον πρώτο καιρό τα
βρήκα αγγούρια || όλο το καλοκαίρι δεν άνοιξα βιβλίο και τα βρήκα αγγούρια στις
εξετάσεις». Συνών. τα βρήκα ζόρικα / τα βρήκα ζόρικα τα πράγματα / τα βρήκα
μπαστούνια / τα βρήκα σκούρα / τα βρήκα σκούρα τα πράγματα / τα βρήκα στενά / τα
βρήκα στενά τα πράγματα·
- τι
γυρεύεις ξεβράκωτος στ’ αγγούρια! βλ.
φρ. πού πας ξεβράκωτος στ’ αγγούρια!