τέζα, η, επίρρ.
[<ιταλ. tesa (= τέντωμα)], πολύ τεντωμένος, εντελώς αλύγιστος, εντελώς
τσιτωμένος, ιδίως από υπερβολική κούραση ή από μεθύσι: «τον βρήκα τέζα στο
κρεβάτι του»·
- γίνομαι τέζα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι
μου γίνεται από το πολύ μεθύσι: «κάθε φορά που πίνει, γίνεται τέζα». (Λαϊκό
τραγούδι: σαν πουλήσω τη ρεζέρβα, θα τα πιω θα γίνω τέζα). Για
συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
-
είμαι τέζα, α. μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι
μου γίνεται από το μεθύσι: «τον βρήκα πεσμένο σε μια γωνιά και ήταν τέζα». Για
συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι. β. έφαγα πάρα πολύ, είμαι εντελώς
χορτάτος: «δεν μπορώ να βάλω μπουκιά στο στόμα μου, γιατί είμαι τέζα»· βλ. και
φρ. είναι τέζα·
-
είναι τέζα, α. είναι ξαπλωμένος και τεντωμένος, αλύγιστος,
τσιτωμένος και, κατ’ επέκταση, είναι νεκρός, πεθαμένος: «τον φώναζα μια ώρα απ’
το διπλανό δωμάτιο και, μόνο όταν μπήκα στο δικό του και τον είδα, κατάλαβα πως
είναι τέζα ο άνθρωπος». β. είναι ξαπλωμένος και τεντωμένος, τσιτωμένος
είτε από υπερβολική κούραση είτε από έντονο μεθύσι: «απ’ την ώρα που γύρισε απ’
τη δουλειά του, είναι τέζα στο κρεβάτι || ειδοποίησαν απ’ το ουζερί τη γυναίκα
του να ’ρθει να τον πάρει, γιατί είναι τέζα στο πάτωμα»·
-
έμεινε τέζα, πέθανε, σκοτώθηκε: «έμεινε τέζα πάνω στην εγχείρηση ||
έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω σ’ έναν τοίχο κι έμεινε τέζα». Πρβλ. η
κατσαριδούλα η μικρή Τερέζα, πάτησε στο tesa και τέζα (Διαφημιστικό εντομοκτόνου)·
-
έπεσε τέζα, μέθυσε τόσο πολύ, που κυλίστηκε κάτω κι έμεινε ακίνητος:
«ήπιε τόσο πολύ, που κάποια στιγμή έπεσε τέζα»· βλ. και φρ. έμεινε τέζα·
- την έκανα τέζα (ενν. την κοιλιά μου), έφαγα πάρα πολύ, χόρτασα εντελώς:
«με κάλεσαν χτες σ’ ένα γεύμα και την έκανα τέζα, ο αθεόφοβος!»·
-
τον άφησε τέζα, τον χτύπησε θανάσιμα, τον σκότωσε: «του ’ριξε μια γροθιά
στο δόξα πατρί και τον άφησε τέζα || τον χτύπησε με τ’ αυτοκίνητό του και τον
άφησε τέζα»·
-
τον βρήκα τέζα, τον βρήκα πεθαμένο ή ξαπλωμένο από το πολύ μεθύσι που
είχε: «όταν μπήκα στο δωμάτιό του, τον βρήκα τέζα στο κρεβάτι του»·
-
τον έριξα τέζα, τον μέθυσα τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να σταθεί στα
πόδια του και κυλίστηκε κάτω: «ήθελε να παραβγεί μαζί μου στο ποτό και τον
έριξα τέζα»· βλ. και φρ. τον έριξε τέζα·
-
τον έριξε τέζα, βλ. φρ. τον άφησε τέζα.