ταψί, το, ουσ.
[<τουρκ. tepsi], το ταψί. 1. πανοραμική θέα από ύψωμα: «μόλις
ανεβήκαμε στην κορυφή του λόφου, είδαμε ταψί κάτω απ’ τα πόδια μας όλο τον κάμπο».
2. (στη γλώσσα του στρατού) ο μπερές: «ένιωθε σαν ηλίθιος κάθε φορά που
φορούσε το ταψί στο κεφάλι»·
-
θα τον χορέψω στο ταψί ή θα τον κάνω να χορέψει στο ταψί,
(απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα τον υποβάλω σε μεγάλη ταλαιπωρία, θα τον
βασανίσω, θα τον ξυλοκοπήσω άγρια: «αν μάθω πως με κατηγόρησε ξανά, θα σε
χορέψω στο ταψί»·
-
τον χορεύει στο ταψί, (ιδίως για γυναίκα σε άντρα) τον βασανίζει, τον
ταλαιπωρεί, τον τυραννά: «σε μας κάνει τον άγριο, αλλά η γυναίκα του τον
χορεύει στο ταψί». Από το ότι παλιότερα οι αρκουδιάρηδες έβαζαν την αρκούδα
πάνω σε πυρωμένο ταψί για να σηκωθεί στα πίσω της πόδια, ενώ αυτοί χτυπούσαν το
ντέφι τους για να χορέψει·
-
τον χόρεψε στο ταψί, τον υπέβαλε σε μεγάλες ταλαιπωρίες, σε μεγάλα
βάσανα, τον τυράννησε: «μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει,
τον χόρεψε στο ταψί || ήταν η δέκατη φορά που τον είχε πιάσει να κάνει κοπάνα,
γι’ αυτό τον χόρεψε στο ταψί».