τάχα κ.
τάχατε(ς) κ. τάχαμ(ου), επίρρ. [<αρχ. τάχα]. 1. (ως μόρ.
συλλογιστικό) δήθεν: «τάχα δεν ξέρει ποιος μου πέταξε την πέτρα!». (Λαϊκό
τραγούδι: αυτόν τον φίλο που ’χεις μαζί σου συχνά τον σφάζεις, τον τυραννάς.
Είναι το θύμα αυτός της καρδιάς σου πιστεύω τάχα τον αγαπάς).2.
(ως μόρ. ερωτηματικό) ποιος ξέρει αν, άραγε: «τάχα θα ’ρθει;». 2. (ως
μόρ. ενδοιαστικό) μήπως: «τάχα ξέρει κανείς πού βρίσκεται!» (Λαϊκό τραγούδι: τάχα
θα ζήσω να τα ιδώ του τόπου μου τα μέρη, τις όμορφες της γειτονιάς
και το δικό μου ταίρι;)· βλ. και λ. δήθεν·
-
κάνω τάχα, βλ. φρ. κάνω τάχαμ δήθεν·
-
κάνω τάχαμ δήθεν, παριστάνω, προσποιούμαι: «κάνει τάχαμ δήθεν πως δε
θέλει να ’ρθει κι αυτός μαζί μας!»·
-
κάνω τον τάχα ή κάνω τον τάχαμ δήθεν, παριστάνω τον σπουδαίο:
«εγώ δεν κάνω τον τάχα, είμαι αυτός ακριβώς που φαίνομαι και σ’ όποιον αρέσει!»·
-
τάχαμ(ου) δήθεν, επιτείνει την έννοια του δήθεν: «πέρασε τάχαμου δήθεν
τυχαία απ’ το μπαράκι, αλλά στην πραγματικότητα πέρασε για να δει αν ήταν ο
γκόμενός της μέσα»·
-
τάχαμ(ου) τάχαμ(ου), (με πολύ δόση ειρωνείας) δήθεν: «τάχαμου τάχαμου
δεν ενδιαφέρεται τι θα πει ο κόσμος γι’ αυτόν!».