τάφος, ο, ουσ.
[<αρχ. τάφος], ο τάφος. 1. λέγεται στην περίπτωση που θέλει να
επιβεβαιώσει κανείς σε κάποιον, που του εμπιστεύεται ένα μυστικό, πως θα είναι
εχέμυθος: «θα σου εμπιστευτώ κάτι, αλλά θέλω να το κρατήσεις μυστικό. -Τάφος!».
2α. (στη γλώσσα της αργκό) το χρηματοκιβώτιο του φιλάργυρου, του
τσιγκούνη: «όσα λεφτά βάζει μέσα στον τάφο, δεν τα ξαναβλέπει το φως της μέρας».
β. (γενικά) το χρηματοκιβώτιο: «πίσω απ’ το γραφείο του έχει έναν τάφο,
που είναι τίγκα στο μετρητό». 3α. υπόγειος χώρος, ιδίως μαγαζί με
παιχνίδια, όπως μπιλιάρδα, ποδοσφαιράκια, τάβλι ή και χαρτιά, όπου κατεβαίνει
κανείς πολλά σκαλιά για να μπει μέσα: «τον είδα στον τάφο να παίζει μπιλιάρδο
μ’ έναν φίλο του». β. υπόγειος χώρος που είναι πολύ στενός και
σκοτεινός: «ζει στο υπόγειο μιας οικοδομής που είναι σαν τάφος». (Λαϊκό
τραγούδι: μαύρο κελί και σκοτεινό και σαν τον τάφο μας στενό!). (Ακολουθούν
27 φρ.)·
-
άκρα του τάφου σιωπή, απόλυτη σιωπή, απόλυτη σιγή: «μέσα στη
χειμωνιάτικη νύχτα επικρατούσε άκρα του τάφου σιωπή»·
-
ανοίγω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. συνηθέστ. ανοίγω μόνος μου το
λάκκο μου, λ. λάκκος·
-
ανοίγω τον ίδιο μου τον τάφο, βλ. συνηθέστ. ανοίγω τον ίδιο μου το
λάκκο, λ. λάκκος·
-
ανοίγω τον τάφο μου, βλ. συνηθέστ. ανοίγω το λάκκο μου, λ. λάκκος·
-
ανοίγω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. συνηθέστ. ανοίγω το
λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, λ. λάκκος·
-
από δικηγόρο νεαρό, κληρονομιά χαμένη, κι από νεαρό γιατρό, τάφοι
γεμισμένοι, βλ. λ. νεαρός·
-
βρίσκομαι στο χείλος του τάφου, βλ. λ. χείλος·
-
έγινε ο τάφος του, α. λέγεται για το μέρος, για την τοποθεσία,
όπου παγιδεύτηκε κάποιος και πέθανε: «ξαφνικά, τον έπιασε τρικυμία στ’ ανοιχτά
κι η θάλασσα έγινε ο τάφος του || έπεσε απ’ τον γκρεμό και το βάθος της
χαράδρας έγινε ο τάφος του». β. υπήρξε κάτι η αιτία της καταστροφής του:
«η αποτυχημένη επέκταση που έκανε στη δουλειά του έγινε ο τάφος του»·
-
εδώ θα γίνει ο τά-φος σας! (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) απειλητικές ρυθμικές
ιαχές φιλάθλων εναντίον της αντίπαλης ομάδας και των φιλάθλων της, όταν οι
παίχτες της παίζουν αντιαθλητικά·
- εδώ θα γίνει ο τά-φος σου! απειλητικές ρυθμικές ιαχές
φιλάθλων που απευθύνονται σε διαιτητή που δε διαιτητεύει αμερόληπτα το παιχνίδι·
-
είμαι στο χείλος του τάφου, βλ. λ. χείλος·
-
είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο, βλ. λ. πόδι·
-
είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο, βλ. λ. πόδι·
-
είναι τάφος, είναι απόλυτα εχέμυθος: «ό,τι και να του εμπιστευθείς αυτού
του ανθρώπου, δε λέει σε κανέναν τίποτα, γιατί είναι τάφος»·
-
κατεβαίνω στον τάφο, πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κατεβούμε στον τάφο»·
-
μέχρι τάφου, μέχρι το τέλος, ως τα άκρα: «θα σε κυνηγώ μέχρι τάφου για
να σ’ εκδικηθώ»·
-
Πανάγιος Τάφος, ο Τάφος του Χριστού στην Ιερουσαλήμ: «κάθε χρόνο
πηγαίνει μια φορά και προσκυνάει τον Πανάγιο Τάφο»·
-
σκάβω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. συνηθέστ. σκάβω μόνος μου το λάκκο
μου, λ. λάκκος·
-
σκάβω τον ίδιο μου τον τάφο, βλ. συνηθέστ. σκάβω τον ίδιο μου το
λάκκο, λ. λάκκος·
-
σκάβω τον τάφο μου, βλ. συνηθέστ. σκάβω το λάκκο μου, λ. λάκκος·
-
σκάβω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. συνηθέστ. σκάβω το
λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, λ. λάκκος·
-
σκατά στον τάφο του, βλ. λ. σκατά·
-
τον ακολούθησε μέχρι τον τάφο ή τον ακολούθησε ως τον τάφο, τον
ακολούθησε ως το τέλος της ζωής του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισε, τον αγάπησε
τόσο πολύ, που τον ακολούθησε ως τον τάφο»·
-
τον έστειλε στον τάφο, α. τον σκότωσε, τον δολοφόνησε: «τράβηξε
το πιστόλι του και με δυο πιστολιές τον έστειλε στον τάφο». β. (για
ψυχικό βάσανο ή για κακές έξεις) έγινε αιτία να πεθάνει, τον πέθανε: «το μαράζι
για το γιο του, που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, τον έστειλε στον τάφο || τα
ναρκωτικά τον έστειλαν στον τάφο»·
-
τον οδήγησε στον τάφο, (για ψυχικό βάσανο ή για κακές έξεις) έγινε αιτία
να πεθάνει, τον πέθανε: «το μαράζι για το θάνατο του γιου του τον έστειλε στον
τάφο || έπινε πάρα πολύ και το αλκοόλ τον οδήγησε στον τάφο»·
-
του ανοίγει τον τάφο, βλ. συνηθέστ. του ανοίγει το λάκκο, λ.
λάκκος·
-
του σκάβει τον τάφο, βλ. συνηθέστ. του σκάβει το λάκκο, λ. λάκκος·
-
υγρός τάφος, η θάλασσα τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα καράβια
που χάθηκαν στο βυθό της: «μετά από πολύωρη πάλη με τα κύματα οι ναυαγοί
χάθηκαν στον υγρό τάφο || τα μανιασμένα κύματα τράβηξαν το καράβι στον υγρό
τάφο»·
- φτύνω στον τάφο του, βλ. φρ. σκατά στον τάφο του.