αρχαίος,
-αία, -αίο,
επίθ. [<αρχ. ἀρχαῖος], αρχαίος· που είναι πάρα πολύ παλιός, ο απαρχαιωμένος:
«αρχαίες ιδέες»·
- από
αρχαιοτάτων χρόνων, α. προσδιορισμός γεγονότος που συνέβη πάρα πολύ
παλιά: «γνωριζόμαστε από αρχαιοτάτων χρόνων || οι γιορτές αυτές γίνονται στο
χωριό μας από αρχαιοτάτων χρόνων». β. (για μηχανήματα ή κατασκευές) που
κατασκευάστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν και, κατ’ επέκταση, που είναι πολύ
παλιό ή σχεδόν άχρηστο: «έχει ένα αυτοκίνητο από αρχαιοτάτων χρόνων και κάθε
λίγο και λιγάκι το πηγαίνει για επισκευή στο συνεργείο || έχει ένα ψυγείο από
αρχαιοτάτων χρόνων και χρησιμοποιεί ακόμη πάγο». γ. (για πράγματα) που
είναι πάρα πολύ παλιό και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να έχει και συλλεκτική
αξία: «έχει έναν πίνακα από αρχαιοτάτων χρόνων και τον φυλάει σαν τα μάτια
του». δ. (για ιδέες) που δεν είναι καθόλου μοντέρνες, που είναι
απαρχαιωμένες: «αλλιώς σκέφτεται σήμερα η νεολαία κι αυτές οι αντιλήψεις που
έχεις εσύ είναι από αρχαιοτάτων χρόνων». Συνών. απ’ τον καιρό που βγήκαν οι
βεντούζες / απ’ τον καιρό που βγήκαν οι λάσπες / απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη
ήταν οικόπεδο / απ’ τον καιρό της πυραμίδας του Χέοπος / απ’ τον καιρό της
Τουρκοκρατίας / απ’ τον καιρό του Αδάμ / απ’ τον καιρό του Νώε / απ’ τον καιρό
του Όθωνα / απ’ τον καιρό του Φαραώ / απ’ τον καιρό των πυραμίδων / από
αμνημονεύτων χρόνων·
- γίνομαι
αρχαίος (ενν. από το κρύο), παγώνω, κοκαλώνω, αγαλματώνω (παίρνω δηλ. τη
στάση που έχουν τα αγάλματα των αρχαίων): «τον περίμενα δυο ώρες μέσα στο κρύο
κι έγινα αρχαίος». Συνών γίνομαι άγαλμα / γίνομαι κασάτο / γίνομαι
παγοκολόνα / γίνομαι παγωτό·
- στ’
αρχαία μας! αντί στ’ αρχίδια μας! (βλ. λ.). Συνήθως λέγεται, όταν
υπάρχουν γυναίκες στην παρέα·
- το
αρχαιότερο επάγγελμα, η πορνεία: «η γυναίκα εξασκεί το αρχαιότερο επάγγελμα
του κόσμου».