τάτση μήτση κώτση, [από τα αρβανίτικα υποκοριστικά των ονομάτων Τάσος,
Μήτσος (= Δημήτρης), Κώστας που αντίστοιχα είναι Τάτσης, Μήτσης, Κώτσης], εύχρ.
μόνο στις παρακάτω φράσεις·
-
είναι τάτση μήτση κότση, α. έχουν στενές σχέσεις μεταξύ τους,
είναι στενοί φίλοι: «αυτοί οι δυο από μικρά παιδιά είναι τάτση μήτση κότση». β.
είναι συνεννοημένοι μεταξύ τους για να πραγματοποιήσουν ή για να συγκαλύψουν
μια παράνομη δουλειά ή ενέργεια: «όλες τις δουλειές και τις κομπίνες τις κάνουν
μαζί, γιατί είναι τάση μήτση κότση». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία που δείχνει
ότι ο ομιλών, όσο διαρκεί η φράση του, εφάπτει ρυθμικά στις άκρες τους τους
τεντωμένους δείκτες των χεριών του·
-
τα κάνω τάτση μήτση κώτση, α. συνεννοούμαι μυστικά με κάποιον ή
με κάποιους για να πάρουμε μια δουλειά, μια εργασία: «τα ’κανε τάτση μήτση
κώτση με τον υπεύθυνο του εργοστασίου και μας έφαγαν τη δουλειά μέσα απ’ τα
χέρια». β. συνεννοούμαι με κάποιον ή κάποιους για να αποκρύψουμε
γεγονότα που μας ενοχοποιούν, ή που ενοχοποιούν κάποιον ή για να εξαπατήσουμε
κάποιον: «τα ’κανε τάτση μήτση κώτση με το διευθυντή της Ασφάλειας και βγήκε
λάδι». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία που δείχνει ότι ο ομιλών, όσο διαρκεί
η φράση του, εφάπτει ρυθμικά στις άκρες τους τους τεντωμένους δείκτες των
χεριών του.