ταράτσα, η, ουσ. [<ιταλ. terazza], η ταράτσα· επίπεδη στέγη
οικοδομής στρωμένη με μπετόν: «η τάδε άπλωσε τα ρούχα στη ταράτσα». (Λαϊκό
τραγούδι: ως και ο γάτος έβγαλε τη γάτα στην ταράτσα, και μοναχά
εμείς οι δυο χαθήκαμε απ’ την πιάτσα). Υποκορ. ταρατσούλα, η και ταρατσάκι,
το·
-
οι μάνες τους απλώνανε στην ίδια ταράτσα, βλ. λ. μάνα·
-
την κάνω ταράτσα (ενν. την κοιλιά μου), τρώω υπερβολικά, τρώω μέχρι
σκασμού: «δεν μπορώ να βάλω ούτε μπουκιά στο στόμα μου, γιατί την έκανα
ταράτσα».