ταραμοσαλάτα, η, ουσ. [<ταραμάς + σαλάτα], είδος ορεκτικού με βάση
τον ταραμά: «κάθε φορά που πάμε για ουζάκι, πρέπει να παραγγείλουμε και λίγη
ταραμοσαλάτα»·
-
τα κάνω ταραμοσαλάτα, ανακατώνω, μπερδεύω μια δουλειά, μια υπόθεση, μια
κατάσταση ή μια σχέση: «σε φωνάξαμε να μας βοηθήσεις, κι εσύ μας τα ’κανες
ταραμοσαλάτα». Από την εικόνα της παρασκευής ταραμοσαλάτας, που, για να πετύχει,
θέλει πολύ ανακάτεμα·
-
τον κάνω ταραμοσαλάτα, τον ξυλοκοπώ άγρια: «μόλις άκουσε τον άλλον να
του βρίζει τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε ταραμοσαλάτα». Από
την εικόνα της παρασκευής ταραμοσαλάτας, που, για να πετύχει, θέλει ταυτόχρονα
με το ανακάτεμα και πολύ χτύπημα.