ταραμάς, ο, ουσ. [<τουρκ. tarama], αβγοτάραχο κόκκινο, η
ταραμοσαλάτα: «παράγγειλε επίσης ένα τζατζίκι κι έναν ταραμά»·
-
μασάει η κατσίκα ταραμά; βλ. λ. κατσίκα·
-
τα κάνω ταραμά, βλ. συνηθέστ. τα κάνω ταραμοσαλάτα, λ.
ταραμοσαλάτα·
-
τον κάνω ταραμά, βλ. συνηθέστ. τον κάνω ταραμοσαλάτα, λ.
ταραμοσαλάτα.