ταξίδι, το, ουσ. [<μσν. ταξίδι(ο)ν (= εκστρατεία) υποκορ. του
ουσ. τάξις], το ταξίδι· η κατάσταση του ανθρώπου που βρίσκεται υπό την επήρεια
ναρκωτικού: «ό,τι και να του πεις, δε θα καταλάβει τίποτα, γιατί τη στιγμή αυτή
βρίσκεται σε ταξίδι». Υποκορ. ταξιδάκι, το. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
-
άλλο ξίδι κι άλλο ταξίδι, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να
συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να
υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις: «άλλα
έξοδα έχει το δικό σου το ψιλικατζίδικο κι άλλα το εργοστάσιό μου, γιατί άλλο
ξίδι κι άλλο ταξίδι». Για συνών. βλ. φρ. άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης, λ.
άλλος·
-
γαμήλιο ταξίδι, βλ. φρ. μήνας του μέλιτος. (Λαϊκό τραγούδι: θα
της περάσει ο θυμός μόλις θα πιει το ξίδι κι όταν θα μάθει πήγαμε γαμήλιο
ταξίδι)·
-
έφυγε για τ’ αγύριστο ταξίδι, βλ. συνηθέστ. έφυγε για το μεγάλο
ταξίδι·
-
έφυγε για το αιώνιο ταξίδι, βλ. φρ. έφυγε για το μεγάλο ταξίδι·
- έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, πέθανε: «εδώ έμενε αυτός που
ζητάς, αλλά πάει καιρός που έφυγε για το μεγάλο ταξίδι»·
-
έφυγε για το στερνό ταξίδι, πέθανε: «μετά από πολύμηνη μάχη με την
αρρώστια του, έφυγε για το στερνό ταξίδι»·
-
έφυγε για το τελευταίο ταξίδι, βλ. φρ. έφυγε για το μεγάλο ταξίδι·
-
καλό ταξίδι! ή καλό σου ταξίδι! α. ευχή σε κάποιον, που
ξεκινάει να ταξιδέψει, να κάνει ευχάριστο ταξίδι, χωρίς αναπάντεχες δυσκολίες ή
προβλήματα. (Τραγούδι: καλό σου ταξίδι,κρυφή μου χαρά,
αντίο, στερνή μου ελπίδα). β. ευχετική έκφραση σε θανόντα: «όλος ο
καλλιτεχνικός κόσμος ευχήθηκε συντετριμμένος καλό ταξίδι στον πρόωρα
αποβιώσαντα συνάδελφό τους». γ. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας
σε κάποιον που, για κάποιο λόγο, μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα
αποχωρήσει από την ομήγυρη, από το χώρο ή τον τόπο στον οποίο βρισκόμαστε, με
την έννοια μπορείς να φύγεις ό,τι ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι·
-
κάνω ταξίδι ή κάνω ταξίδια, ταξιδεύω: «είναι στο δωμάτιό του και
τακτοποιεί τη βαλίτσα του, γιατί ετοιμάζεται να κάνει ταξίδι || από μικρό παιδί
μ’ αρέσει να κάνω ταξίδια»·
-
μεγάλο ταξίδι, χαρακτηρίζει το μακρινό ταξίδι: «είναι μέρες τώρα που
ετοιμάζεται, γιατί έχει να κάνει μεγάλο ταξίδι»· βλ. και φρ. το μεγάλο
ταξίδι·
-
σε γάμο και ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξίδι, βλ. λ. γάμος·
-
τ’ αγύριστο ταξίδι, βλ. συνηθέστ. το μεγάλο ταξίδι·
-
ταξίδι αστραπή, λέγεται όταν, αυτός που το πραγματοποιεί, μένει στο
μέρος που επισκέπτεται πολύ μικρό χρονικό διάστημα: «έκανε ένα ταξίδι αστραπή
στη Ρώμη κι επέστρεψε την επομένη»·
-
ταξίδι του μέλιτος, βλ. φρ. μήνας του μέλιτος·
- ταξίδι χωρίς γυρισμό, βλ. φρ. το μεγάλο ταξίδι·
-
ταξίδι χωρίς επιστροφή, βλ. φρ. το μεγάλο ταξίδι·
-
το αιώνιο ταξίδι, βλ. φρ. το μεγάλο ταξίδι·
-
το μεγάλο ταξίδι, ο θάνατος: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως δεν μπορούσε
να γίνει καλά, ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος για το μεγάλο ταξίδι»· βλ. και φρ. μεγάλο
ταξίδι·
- το στερνό ταξίδι, ο θάνατος: «κανείς δε γλιτώνει
απ’ το στερνό ταξίδι». (Λαϊκό ταξίδι: μη με ξυπνήστε το πρωί, γιατί θα έχω
φύγει με δίχως τη βαλίτσα μου για το στερνό ταξίδι)·
- το τελευταίο ταξίδι, βλ. φρ. το στερνό ταξίδι·
- φτωχός καπετάνιος, πλούσιο ταξίδι δεν κάνει, βλ. λ. καπετάνιος.