ταξιαρχία, η, ουσ. [<αρχ. ταξιαρχία], η ταξιαρχία· πλήθος
κόσμου: «τον παρακάλεσα να μου φέρει κάνα δυο φίλους τους να με βοηθήσουν, κι
αυτός μου ’φερε ολόκληρη ταξιαρχία»·
-
την πέρασε ολόκληρη ταξιαρχία, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος
έχει υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πλήθος αντρών, και, κατ’ επέκταση, είναι
μεγάλη πόρνη: «προσποιείται τη φρόνιμη και την τίμια, αλλά, απ’ ό,τι ξέρω, την
πέρασε ολόκληρη ταξιαρχία».