τάξη, η, ουσ.
[<αρχ. τάξις], η τάξη. 1. η σωστή οργάνωση, το σύστημα: «χωρίς τάξη
δεν μπορεί να προχωρήσει η δουλειά || χωρίς τάξη στη ζωή σου θα πας κατά
διαβόλου». 2. οι μαθητές που ανήκουν στον ίδιο κύκλο σπουδών και η
αίθουσα όπου διδάσκονται: «η δική μας η τάξη έβγαλε τους καλύτερους μαθητές ||
η τάξη μας ήταν η πιο καθαρή απ’ όλες || όλη η τάξη σηκώθηκε στο πόδι». 3.
η τακτοποίηση, η διευθέτηση ενός χώρου: «δεν έχει καθόλου τάξη στο δωμάτιό του».
(Ακολουθούν 31 φρ.)·
-
βάζω κάποια τάξη ή βάζω σε κάποια τάξη, βλ. φρ. βάζω μια τάξη·
-
βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη ή βάζω σε μια σειρά και τάξη,
α. τακτοποιώ, συγυρίζω, ιδίως έναν κλειστό χώρο: «βάζει μια τάξη το
δωμάτιό του, γιατί θα ’ρθουν να τον επισκεφτούν οι φίλοι του». β.
τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες που είχα, τις βάζω σε μια σειρά: «νιώθω εντελώς
ήρεμος, απ’ τη μέρα που έβαλα σε μια τάξη τις υποθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: όσα
μου ’χεις τάξει βάλ’ τα σε μια τάξη μη μ’ αφήνεις να πονώ).γ.
διευθετώ, τακτοποιώ τα κακώς κείμενα σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση και
την επαναφέρω σε καλή λειτουργία: «ο καινούριος διευθυντής μπόρεσε να βάλει σε
μια τάξη το εργοστάσιο». Συνών. βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα /
βάζω μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά·
-
βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι) ή βάζω τάξη (σε κάποιους ή σε κάτι), βάζω,
τοποθετώ κάποιους τον έναν πίσω από τον άλλον ή κάποια πράγματα το ένα πίσω από
το άλλο: «ο βαβ, έβαλε σε τάξη τους νεοσύλλεκτους και τους οδήγησε στο πεδίο
βολής || έβαλε τα κιβώτια σε τάξη για να τα ελέγξει καλύτερα». Συνών. βάζω
στην αράδα (κάποιους ή κάτι) / βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι) / βάζω στη
σειρά (κάποιους ή κάτι)·
-
δεν αναπνέει την κιμωλία μέσα στην τάξη, (για εκπαιδευτικούς) βλ. λ.κιμωλία
-
δεν είναι της τάξης μου, δεν ανήκει στο ίδιο κοινωνικό ή οικονομικό,
ιδίως ανώτερο, επίπεδο με το δικό μου: «δεν τον κάνω παρέα, γιατί δεν είναι της
τάξης μου». Συνών. δεν είναι της αράδας μου / δεν είναι της σειράς μου·
-
δημόσια τάξη, η ομαλή κοινωνική κατάσταση, που προκύπτει από την τήρηση
των νόμων και των διατάξεών τους: «οι απανωτές απεργίες και οι συνεχείς ταξικές
συγκρούσεις έχουν διασαλέψει τη δημόσια τάξη»·
-
έμεινε στην ίδια τάξη, (για μαθητές) δεν προβιβάστηκε στην αμέσως
ανώτερη: «απ’ όλους τους συμμαθητές μας μόνο ένας έμεινε στην ίδια τάξη».
Συνών. έμεινε στην ίδια χρονιά·
-
εν τάξη και παρατάξει, πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ ομαλά, χωρίς
προβλήματα. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου πώς
πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα·
-
έχασε τάξη, (για μαθητές) πήγε στο σχολείο σε ηλικία λίγο μεγαλύτερη από
την κανονική: «έβγαλε μια χρονιά αργότερα το δημοτικό από μένα, γιατί αυτός
έχασε τάξη». Συνών. έχασε χρονιά·
-
έχασε την τάξη, (για μαθητές) δεν προβιβάστηκε στην αμέσως ανώτερη: «για
ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν άρρωστος, γι’ αυτό έχασε την τάξη || δε
διάβαζε καθόλου κι έχασε την τάξη». Συνών. έχασε τη χρονιά·
-
έχει την τάξη της, (για γυναίκες) έχει στη σωστή ημερομηνία τα έμμηνά
της, την περίοδό της: «δε θέλει να κάνει μπάνιο στη θάλασσα, γιατί έχει την
τάξη της». Συνών. έχει τη σειρά της·
-
ησυχία, τάξη και ασφάλεια, βλ. λ. ησυχία·
-
κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη, βλ. λ. τόπος·
-
κέρδισε τάξη, (για μαθητές) βλ. φρ. κέρδισε χρονιά, λ. χρονιά·
-
με τάξη, ο ένας πίσω από τον άλλον με κανονική σειρά και ηρεμία: «θα
μπαίνετε και θα βγαίνετε με τάξη». Συνών. με την αράδα / με τη σειρά·
-
μπαίνω σε κάποια σειρά ή μπαίνω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. φρ.
μπαίνω σε μια τάξη·
-
μπαίνω σε μια τάξη ή μπαίνω σε τάξη ή μπαίνω σε μια σειρά και
τάξη, α. τακτοποιώ, διευθετώ, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, τη δουλειά
μου, την εργασία μου: «απ’ τη μέρα που μπήκε σε μια τάξη, όλα πηγαίνουν
καλύτερα στη ζωή του || άρχισε να προκόβει το παιδί, απ’ τη μέρα που μπήκε σε
μια σειρά και τάξη». β. αρχίζω να ζω ήρεμη ζωή: «μόνο αν παντρευτείς, θα
μπορέσεις να μπεις σε μια σειρά και τάξη». Συνών. μπαίνω σε μια αράδα /
μπαίνω σε μια γραμμή / μπαίνω σε μια σειρά·
-
νέα τάξη πραγμάτων, οι νέες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές
συνθήκες που διαμορφώνουν μια νέα παγκόσμια κατάσταση: «η νέα τάξη πραγμάτων
πρεσβεύει την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας || οι Ναζί, όπως σήμερα και οι
Αμερικάνοι, επιδίωξαν να επιβάλλουν μια νέα τάξη πραγμάτων»·
-
όργανο της τάξης, βλ. λ. όργανο·
-
πέρασε την τάξη, (για μαθητές) προβιβάστηκε στην αμέσως ανώτερη: «ο γιος
του πέρασε την πέμπτη τάξη και θα πάει στην έκτη». Συνών. πέρασε τη χρονιά·
-
πρώτης τάξεως, (για πρόσωπα ή πράγματα) εξαιρετικός, εκλεκτός,
σπουδαίος: «είναι πρώτης τάξεως άνθρωπος || είναι πρώτης τάξεως δικηγόρος ||
είναι πρώτης τάξεως αυτοκίνητο || έχασε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία». (Λαϊκό
τραγούδι: Βαγγέλη, είσαι άθεος ζητάς και πρώτης τάξεως· είναι λιγάκι
ακριβό φουμάρω απ’ αυτό κι εγώ // εγώ είμαι ο Σταύρακας, μαγκάκι πρώτης
τάξεως, θέλω να γίνω υπουργός της Δημοσίας Τάξεως)·
-
πρώτος τη τάξει, ο σημαντικότερος σε μια ανώτερη ιεραρχία: «ο πρώτος τη
τάξει υπουργός προαλείφεται για πρωθυπουργός»·
-
της τάξης μου (σου, του, κ.λπ.), του ίδιου κοινωνικού ή οικονομικού,
ιδίως ανωτέρου, επιπέδου με το δικό μου (σου, του, κ.λπ.): «εγώ κάνω παρέα μόνο
με ανθρώπους της τάξης μου». Συνών. της αράδας μου (σου, του κ.λπ.) / της
σειράς μου (σου, του κ.λπ.)·
-
το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει, βλ. λ. μετάξι·
-
τον ανακαλώ στην τάξη, (για προέδρους συνεδρίων, ιδίως της Βουλής)
απευθύνομαι σε βουλευτή, που παρεκτρέπεται, να εκδηλώνεται με ευπρέπεια και,
κατ’ επέκταση, απευθύνομαι σε οποιονδήποτε παρεκτρέπεται να εκδηλώνεται με
ευπρέπεια, με κοσμιότητα: «επειδή ο βουλευτής χτυπούσε το έδρανό του ως ένδειξη
διαμαρτυρίας, ο πρόεδρος της Βουλής τον ανακάλεσε στην τάξη || όταν άρχισε να
λέει σόκιν ανέκδοτα μπροστά στις γυναίκες τους, ο τάδε τον ανακάλεσε στην τάξη»·
- τον άφησε στην ίδια τάξη, (για καθηγητές) δεν προβίβασε
κάποιον μαθητή στην αμέσως ανώτερη τάξη, γιατί δεν τον έκρινε ικανό: «δε
διάβαζε καθόλου, γι’ αυτό κι ο καθηγητής του τον άφησε στην ίδια τάξη». Συνών. τον
άφησε στην ίδια χρονιά·
-
τον επαναφέρω στην τάξη, υποχρεώνω κάποιον που έχει εκτραπεί, ιδίως δια
λόγων, να επανέλθει στην κανονική, στην κόσμια συμπεριφορά: «μόλις ύψωσε τη
φωνή του κι άρχισε να βρίζει τους παρευρισκομένους, ο πρόεδρος της συνεδρίασης
τον επανέφερε στην τάξη»·
-
τους βάζω σε κάποια τάξη ή τους βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ.
φρ. τους βάζω σε μια τάξη·
-
τους βάζω σε μια τάξη ή τους βάζω σε μια σειρά και τάξη, οργανώνω
μια ομάδα ανθρώπων έτσι, ώστε να δουλέψουν πιο αποδοτικά, να αποδώσουν
περισσότερο έργο: «ο νέος διευθυντής τους έβαλε σε μια σειρά και τάξη και μέσα
στο εργοστάσιο όλοι δουλεύουν ρολόι». Συνών. τους βάζω σε μια αράδα / τους
βάζω σε μια γραμμή / τους βάζω σε μια σειρά·
-
τρίτης τάξεως, βλ. συνηθέστ. τρίτης κατηγορίας, λ. κατηγορία·
- χάνω την τάξη μου, χάνω τον μέχρι τώρα οργανωμένο
ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι: «έμπλεξα με κάτι παλιόφιλους
και με τα γλέντια και τα ξενύχτια έχασα την τάξη μου». Συνών. χάνω την αράδα
μου (β) / χάνω τη σειρά μου (β).