ταμπουράς, ο, ουσ. [<μσν. ταμπουράς <τουρκ. tambura <περσ. dambarah], έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο:
«ο πιο γνωστός από τους ήρωες του1821 που έπαιζαν ταμπουρά ήταν ο
Μακρυγιάννης». (Λαϊκό τραγούδι: δεν πάω πια στο Γαλατά μες τους παλικαράδες,
που ταμπουράδες παίζουνε και μικρομπαγλαμάδες // και το βράδυ-βράδυ
ήρθαν με τα μας Μάρκος Βαμβακάρης με Τσιτσάνη. Σμίξαν τα μπουζούκια και ο
μπαγλαμάς με τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη)·
-
η κοιλιά μου βαράει ταμπουρά ή η κοιλιά μου παίζει ταμπουρά, βλ. λ. κοιλιά·
-
όπως βαράει ο ταμπουράς, α. ενεργώ, συμμορφώνομαι κάθε φορά
ανάλογα με την κατάσταση που επικρατεί: «είναι ήρεμος άνθρωπος κι έχει μάθει να
πηγαίνει στη ζωή του όπως βαράει ο ταμπουράς». Από την εικόνα του χορευτή που
χορεύει ανάλογα με το τραγούδι, σύμφωνα με τη μουσική που παίζει ο ταμπουράς.
Συνών. όπως μας λαλήσουν, θα χορέψουμε. β. πολλές φορές, δίνεται
ως απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς
τα πας, ή πώς πάνε τα πράγματα· βλ. και φρ. όπως μας λαλήσουν, θα
χορέψουμε, λ. λαλώ.