ταμπάκος, ο κ. ταμπάκο, το, ουσ. [<ιταλ. tabacco <ισπαν. tabaco, από τη γλώσσα
των Ινδιάνων των Αντιλλών]. 1. σκόνη από φύλλα αρωματισμένου καπνού, που
ρουφιέται από τη μύτη: «οι πιο πολλοί ευγενείς συνήθιζαν να χρησιμοποιούν
ταμπάκο για προσωπική τους ευχαρίστηση». 2. λεπτοκομμένος καπνός για
στρίψιμο τσιγάρου: «έχεις να μου δώσεις λίγο ταμπάκο για να στρίψω ένα
τσιγάρο;»·
-
μου ’γινε ταμπάκος ή μου ’γινε τσάμικος ταμπάκος, μου έγινε πολύ
ενοχλητικός, πολύ φορτικός με την επιμονή του να του δώσω κάτι: «μου ’γινε
τσάμικος ταμπάκος τόσες μέρες για να του δώσω εκατό χιλιάρικα, που τα
χρειάζεται στη δουλειά του».