ταμείο, το, ουσ. [<μτγν. ταμεῖον <ταμιεῖον], το ταμείο. 1.
ειδικό συρτάρι εμπορικού καταστήματος ή επιχείρησης, όπου συγκεντρώνεται η
είσπραξη της ημέρας: «πάρε αυτά τα λεφτά και βάλ’ τα στο ταμείο». 2. η
είσπραξη της ημέρας: «μη βλέπεις τι κόσμος μπαίνει στο μαγαζί, γιατί το ταμείο
δείχνει πάντα αν πήγε καλά η μέρα από δουλειά»·
-
εκ της απομακρύνσεως εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται, α. δεν
πρέπει να φεύγει κανείς από το ταμείο, αν δεν μετρήσει μπροστά στον ταμεία τα
χρήματα που εισέπραξε, γιατί, αν φύγει και αντιληφθεί εκ των υστέρων κάποιο
λάθος σε βάρος του, τότε αυτό δεν αναγνωρίζεται. β. λέγεται και ειρωνικά
σε άτομο που επανέρχεται σε κάποια υπόθεση μετά από καιρό με την εντύπωση πως
αδικήθηκε·
-
κάνω ταμείο, α. εισπράττω ικανοποιητικά, ιδίως από την ημερήσια
εμπορική μου δοσοληψία: «κάθε φορά που κάνει ταμείο, γελάνε και τα μουστάκια
του || τι ταμείο έκανες σήμερα;». β. αξιολογώ τις πράξεις ή τις
ενέργειες κάποιας ορισμένης περιόδου της ζωής μου, προκειμένου να τη
χαρακτηρίσω θετική ή αρνητική: «όσο αναίσθητος κι αν είναι κάποιος, έρχεται
κάποτε η στιγμή να κάνει ταμείο, για να δει πώς περπάτησε στη ζωή του»· βλ. και
φρ. κλείνω ταμείο·
-
κλείνω ταμείο, μετρώ τα χρήματα που υπάρχουν στο ταμείο μου από την
είσπραξη της ημέρας, προκειμένου να επιβεβαιώσω αν τα χρήματα αυτά
ανταποκρίνονται στο αναγραφόμενο ποσό της ταμειακής μου μηχανής: «κάθε μέρα δε
φεύγει απ’ το μαγαζί του, αν δεν κλείσει πρώτα ταμείο»·
-
σηκώνω το ταμείο, παίρνω ή κλέβω όλα τα λεφτά που έχει μέσα: «μόλις
έκλεισε το μαγαζί, σήκωσε το ταμείο και πήγε να γλεντήσει στα μπουζούκια || μέρα
μεσημέρι μπήκαν δυο μασκοφόροι στο μαγαζί του και σήκωσαν το ταμείο»·
-
σπάει ταμεία, (για κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα, συναυλίες ή άλλες
καλλιτεχνικές εκδηλώσεις) έχει μεγάλη εισπρακτική επιτυχία: «το τάδε θεατρικό
έργο σπάει ταμεία || η τάδε συναυλία σπάει ταμεία». Από το ότι μπαίνουν τόσα
πολλά χρήματα μέσα στο ταμείο από τα εισιτήρια που πουλιούνται, ώστε το ταμείο
δεν αντέχει και σπάει·
-
το ταμείον είναι μείον, έκφραση με την οποία αναγνωρίζει κανείς την κακή
οικονομική του κατάσταση: «μη μου ζητάς ούτε δραχμή, γιατί το ταμείον είναι
μείον»·
-
του άδειασαν το ταμείο, βλ. φρ. του άδειασαν την κάσα, λ. κάσα·
-
του άνοιξαν το ταμείο, βλ. φρ. του άνοιξαν την κάσα, λ. κάσα.