ταμάχι, το, ουσ. [<τουρκ. tamah], η απληστία, η πλεονεξία:
«πρώτη φορά μου βλέπω άνθρωπο με τέτοιο ταμάχι»·
-
το πολύ ταμάχι, χαλάει το στομάχι, η μεγάλη απληστία, πλεονεξία, έχει
πολλές φορές αντίθετα αποτελέσματα για τον άπληστο, για τον πλεονέκτη: «τα
’θελε όλα δικά του, αλλά στο τέλος δεν πήρε τίποτα, γιατί το πολύ ταμάχι,
χαλάει το στομάχι».