ταμτιριρί, το, άκλ. ουσ. [;], το μικρό γενάκι, ανάμεσα στο κάτω
χείλος και το πηγούνι: «παλιότερα πολλοί ευγενείς άφηναν ταμτιριρί»·
-
γαμώ το ταμτιριρί μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου:
«γαμώ το ταμτιριρί μου, όλοι οι άσχετοι σε μένα έρχονται!». Συνήθως η φρ.
κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου!
λ. γαμώ·
-
γαμώ το ταμτιριρί σου! ή σου γαμώ το ταμτιριρί! α. επιθετική
έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα:
«πάψε, γαμώ το ταμτιριρί σου να γκρινιάζεις! || σου γαμώ το ταμτιριρί αν
ξαναπειράξεις τα κορίτσια της γειτονιάς μου!». β. εκστομίζεται και ως
βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ.
Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια!
λ. γαμώ·
-
του γαμώ το ταμτιριρί, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω:
«τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε το ταμτιριρί». β. τον
τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «να του πεις
πως, αν τον πιάσω στα χέρια μου, θα του γαμήσω το ταμτιριρί». γ. εκστομίζεται
και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
-
του χέζω το ταμτιριρί, τον επιπλήττω άγρια, τον καθυβρίζω: «δεν μπορείς
με το παραμικρό να χέζεις το ταμτιριρί του υπαλλήλου σου || μόλις τον
συνάντησα, του ’χεσα το ταμτιριρί μπροστά στον κόσμο».