τάκος, ο, ουσ.
[<βενετ. taco (= κομμάτι ξύλου που χρησιμεύει για υποστήριγμα)], ο τάκος. 1.
κομμάτι ψωμιού, ιδίως ξερού: «έχω πρόβλημα με τα δόντια μου και δεν μπορώ να
φάω αυτόν τον τάκο που μου ’δωσες». 2. γυναίκα πολύ όμορφη: «παντρεύτηκε
μια γυναίκα που είναι πολύ τάκος». Συνών. πάτος. 3. άνθρωπος
ανόητος, ηλίθιος, βλάκας, μικρόνους: «πού να καταλάβει αυτός ο τάκος τι του
έλεγες!». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) μεγάλο κομμάτι από χασίσι:
«έχει ολόκληρο τάκο και δε μου δίνει ούτε μια νυχιά». Υποκορ. τακάκι, το·
-
βγάζω στον τάκο, (στη γλώσσα του στρατού) βγάζω στην αναφορά: «αν σε
ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε βγάλω στον τάκο»·
-
μου ’φυγε ο τάκος, βλ. φρ. μου ’φυγε ο πάτος, λ. πάτος.