τάκα τάκα2, το, άκλ. ουσ. [από το επίρρ. τάκα τάκα], ο αυνανισμός, η μαλακία, εξού και το το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, ειρωνική έκφραση σε άτομο που αυνανίζεται πάρα πολύ.
τάκα τάκα2, το, άκλ. ουσ. [από το επίρρ. τάκα τάκα], ο αυνανισμός, η μαλακία, εξού και το το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, ειρωνική έκφραση σε άτομο που αυνανίζεται πάρα πολύ.