ταίρι,
το, ουσ. [<μσν. ταίριν <σπάνιο ἑταίριον, υποκορ. του αρχ. ἑταῖρος], το
ταίρι. 1. ο σύντροφος στη ζωή, ο σύζυγος, η σύζυγος: «από δω να σου
γνωρίσω το ταίρι μου». 2. ο ερωμένος, η ερωμένη: «δε θα ’ρθω στο χορό,
γιατί λείπει το ταίρι μου». (Λαϊκό τραγούδι: τάχα θα ζήσω να τα ιδώ του
τόπου μου τα μέρη, τις όμορφες της γειτονιάς και το δικό μου ταίρι;)·
-
βρίσκω ταίρι ή βρίσκω το ταίρι μου, (και για τα δυο φύλα) βρίσκω
τον άνθρωπο που μου ταιριάζει για τη δημιουργία ερωτικού δεσμού, ιδίως
οικογένειας: «είναι καιρός να βρεις ταίρι κι εσύ για να παντρευτείς || αν δε
βρω το ταίρι μου, καλύτερα να μείνω γεροντοπαλίκαρο παρά να παντρευτώ». (Λαϊκό
τραγούδι: βρήκα το ταίρι μου, βρήκα τ’ αστέρι μου, βρήκα αυτόν
που αγαπώ)·
-
δεν έχει ταίρι ή δεν έχει το ταίρι του, είναι ασυναγώνιστος είτε
για καλό είτε για κακό, δεν έχει τον όμοιό του: «είναι τόσο καλός μηχανικός,
που δεν έχει ταίρι || είναι τόσο απατεώνας, που δεν έχει το ταίρι του». (Λαϊκό
τραγούδι: Μάρκος τσακπίνης, σεβνταλής, ντερβίσης, ντερμπεντέρης, που στον
κόσμο, στο ντουνιά άλλον δεν έχει ταίρι)·
-
έγιναν ταίρι, συνδέθηκαν ερωτικά, έγιναν ζευγάρι ή και παντρεύτηκαν:
«απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, έγιναν ταίρι». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, αν δε μου
δώσει η μάνα σου σπίτι στο Περιστέρι, αχ, και μαγαζί στον Κολωνό, δε θα
γινούμε ταίρι)·
-
κάνω ταίρι, (και για τα δυο φύλα) δημιουργώ ερωτικό δεσμό ή παντρεύομαι:
«απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, θέλω να την κάνω ταίρι μου». (Λαϊκό τραγούδι: στα
δυο γλυκά ματάκια σου ορκίζομαι επάνω, αν δε σε κάνω ταίρι μου, Σμυρνιά
μου, θα πεθάνω)·
-
ταίρι ταίρι, μαζί, συντροφιά, συντροφικά: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν,
προχωρούν ταίρι ταίρι στη ζωή».