ταινία, η,
ουσ. [<αρχ. ταινία], η ταινία· το κινηματογραφικό έργο: «είδα χτες μια
ταινία, που με συγκίνησε πάρα πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ταιριάζει ο έρωτας
στους αισθηματίες, δεν υπάρχει χάπι εντ όπως στις ταινίες).Υποκορ.
ταινιούλα, η και ταινιίτσα, η·
-
αυτά δε γίνονται ούτε στις ταινίες! βλ. συνηθέστ. ταινία γυρίζουμε(!).
Συνών. αυτά δε γίνονται ούτε στα έργα! / αυτά δε γίνονται ούτε στο
σινεμά! / αυτά δε γίνονται ούτε στον κινηματογράφο(!)·
-
γυρίζω ταινία, α. (για σκηνοθέτες) κινηματογραφώ: «αυτός που
βλέπεις, έχει γυρίσει την τάδε ταινία». β. (για ηθοποιούς) παίρνω μέρος,
παίζω σε κάποιο κινηματογραφικό έργο που βρίσκεται στο στάδιο της
κινηματογράφησης: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας, γιατί πρέπει να πάω στο τάδε
μέρος, που γυρίζω ταινία»·
-
κάνω ταινία, βλ. φρ. γυρίζω ταινία·
-
παίζει σ’ άλλη ταινία, είναι εντελώς άσχετος με την υπόθεση που μας
απασχολεί: «αυτόν μην τον υπολογίζεις καθόλου, γιατί παίζει σ’ άλλη ταινία»·
-
ταινία γυρίζουμε! έκφραση θαυμασμού, ιδίως απορίας ή έκπληξης για κάτι
απίθανο ή παράδοξο που συμβαίνει ή που μας λένε και μας θυμίζει κινηματογραφική
ταινία: «έπεσαν απάνω του δέκα άτομα κι αντί να τον δείρουν, τους σακάτεψε στο
ξύλο. -Ταινία γυρίζουμε! || έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα γκρεμό είκοσι
μέτρων και δεν έπαθε γρατζουνιά. -Ταινία γυρίζουμε!». Από το ότι στις
κινηματογραφικές ταινίες είναι δυνατά ή αληθοφανή ακόμα και τα πιο απίθανα ή
δύσκολα πράγματα. Συνών. έργο γυρίζουμε(!)·
-
ταινία έχεις; α. ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που θέλει να τρώει
συνεχώς: «τι γίνεται με σένα, ρε παιδάκι μου, και τρως συνέχεια, ταινία έχεις;».
β. λέγεται και για άτομο που τρώει συνεχώς και δεν παχαίνει: «τι θα
γίνει με σένα, ρε παιδάκι μου! Τρως συνέχεια και δε βάζεις κρέας απάνω σου,
ταινία έχεις;». Αναφορά στο σκουλήκι που παρασιτεί στο πεπτικό σύστημα των
θηλαστικών και που μπορεί να περάσει και στο έντερο του ανθρώπου·
-
τραβώ ταινία, βλ. φρ. γυρίζω ταινία.