σωτηρία,
-η, ουσ.
[<αρχ. σωτηρία], η σωτηρία·
- δεν
έχει σωτηρία, είναι τόσο άρρωστος ή είναι τόσο μπλεγμένος σε κάποια
παράνομη υπόθεση, που δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει: «μετά την εξέταση που
έκανε ο γιατρός, μας είπε πως ο παππούς δεν έχει σωτηρία || αφού τον έπιασαν με
το πιστόλι στο χέρι πάνω απ’ το πτώμα, μου φαίνεται πως δεν έχει σωτηρία ο
τύπος»·
- άγκυρα
σωτηρίας, βλ. λ. άγκυρα·
- βρήκα
τη σωτηρία μου, απαλλάχτηκα από κάποια δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση:
«το βράδυ που πέφτω να κοιμηθώ, βάζω βαμβάκι στ’ αφτιά μου και βρήκα τη σωτηρία
μου απ’ το θόρυβο || κάθε τόσο πήγαινα τ’ αυτοκίνητό μου στο μηχανικό, απ’ τη
μέρα όμως που μου σύστησαν τον τάδε, βρήκα τη σωτηρία μου, γιατί μου το ’κανε
σαν καινούριο»·
- είναι
σωτηρία, λέγεται για οτιδήποτε παρέχει μεγάλη διευκόλυνση: «η τηλεόραση
είναι σωτηρία για τους ηλικιωμένους, γιατί περνάει η μέρα τους χωρίς να το
καταλάβουν || τα έτοιμα φαγητά είναι σωτηρία για την εργαζόμενη γυναίκα, γιατί
γλιτώνει το βάσανο της κουζίνας»·
- σαν
άγκυρα σωτηρίας, βλ. λ. άγκυρα·
- σαν
σανίδα σωτηρίας, βλ. λ. σανίδα·
- σανίδα
σωτηρίας, βλ. λ. σανίδα.