σωρός,
ο, ουσ.
[<αρχ. σωρός]. 1. πολλά πράγματα ομοειδή ή όχι ριγμένα άτακτα το ένα
επάνω στο άλλο: «ψάξε στο σωρό που έχω κάτω στο υπόγειο και φέρε μου μια παλιά
καρέκλα που υπάρχει». 2. μεγάλο πλήθος, μεγάλος αριθμός, μεγάλη
ποσότητα: «έχει σωρό τις λίρες || έχει σωρό τα βιβλία στη βιβλιοθήκη του».
(Λαϊκό τραγούδι: μες’ τη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό, κι όποιον
γουστάρεις, τον τραβάς κι όπου σε βγάλει)·
- απ’
το σωρό, βλ. συνηθέστ. του σωρού·
- βαρώ
στο σωρό, α. επιτίθεμαι σε ομάδα ανθρώπων και χτυπώ αδιάκριτα όποιον
βρεθεί μπροστά μου: «έπεσε με μανία πάνω τους κι άρχισε να βαράει στο σωρό». β.
ενεργώ παράτολμα, απερίσκεπτα: «δεν υπήρχε περίπτωση να προκόψει στη ζωή σου,
γιατί πάντα βαρούσε στο σωρό»· βλ. και φρ. ρίχνω στο σωρό ·
- ένα
σωρό, μεγάλο πλήθος, μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα: «στη συγκέντρωση
υπήρχε ένα σωρό κόσμος || στη γενική συνέλευση ακούστηκαν ένα σωρό γνώμες ||
στο υπόγειο έχω ένα σωρό άχρηστα πράγματα || στο σπίτι του έχει ένα σωρό
πίνακες». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε γεμίσω μάλαμα με κίτρινες αντάλλαγμα, και
δαχτυλίδια ένα σωρό, μανίτσα μου, να σε χαρώ)·
- λένε
ένα σωρό (για κάποιον), τον κατηγορούν, τον κουτσομπολεύουν, τον
συκοφαντούν αραδιάζοντας διάφορα κουσούρια και ελαττώματα: «μια φορά τον είδαν
μεθυσμένο κι από τότε λένε ένα σωρό». (Λαϊκό τραγούδι: όλοι σου λεν να μ’
αρνηθείς, γιατί μαζί μου θα καείς, να σ’ αλλάξουν το μυαλό, σου ’χουν πει
ένα σωρό)·
- με
το σωρό, λέγεται στην περίπτωση που η ποσότητα δε συμβαδίζει με την
ποιότητα: «αγόρασε διάφορα μπλουζάκια με το σωρό || κάποτε κάποιος Λαδιάς στην
Αθήνα πουλούσε τα βιβλία με το σωρό»·
- ρίχνω
στο σωρό, πυροβολώ αδιάκριτα σε πλήθος ανθρώπων: «μόλις βγήκαν οι
αστυνομικοί απ’ τις κλούβες, άρχισαν να ρίχνουν στο σωρό κι όποιον πάρει ο
χάρος»·
- του
σωρού, α. (για πρόσωπα) που δεν είναι ιδιαίτερος, ξεχωριστός, που
είναι κοινός, κατώτερης κοινωνικής τάξης, που είναι ανάξιος λόγου: «έμπορος του
σωρού». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι εγώ απ’ τις γυναίκες του σωρού
κι ούτ’ απ’ αυτές που ξέρεις του γλυκού νερού). β. (για πράγματα)
που είναι χωρίς καμιά πρωτοτυπία ή αξία, που είναι κοινό, συνηθισμένο:
«φουστάνι του σωρού». Συνών. της αράδας / της σειράς·
- χτυπώ
στο σωρό, βλ. συνηθέστ. ρίχνω στο σωρό.