σώπα,
ρ. [προστακτ.
του ρ. σωπαίνω], ιδίως εύχρ. ως επιφώνημα, σώπα! α. δηλώνει θαυμασμό,
έκπληξη, απορία, ειρωνεία ή αμφισβήτηση, ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της
φωνής που λέγεται: «ο τάδε χτες βράδυ κέρδισε δέκα εκατομμύρια στα χαρτιά.
-Σώπα! || με την πρώτη ευκαιρία θ’ αγοράσω μια βίλα στο Πανόραμα. -Σώπα, εσύ
δεν έχεις να φας!» ή για να καθησυχάσουμε κάποιον διαβεβαιώνοντάς τον πως θα
περάσει η δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται: «σώπα, γιατί ο διευθυντής της
τράπεζας με διαβεβαίωσε πως θα σου δώσει το δάνειο». Πολλές φορές, ακολουθεί το
ρε.β. επαναλαμβανόμενο, για να καθησυχάσουμε κάποιο μωρό
που κλαίει ή για να ειρωνευτούμε κάποιον που τερατολογεί. Σε αυτή την τελευταία
περίπτωση συνεχίζουμε με το σε πιστεύουμε·
-
καλέ σώπα! α.
ειρωνική
αμφισβήτηση σε αυτά που μας λέει κάποιος: «ξέρεις πως τα ’φτιαξα με την τάδε;
-Καλέ σώπα!». β. ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι: «δώσε
μου εκατό χιλιάρικα. -Καλέ σώπα!»·
- σώπα
και… ή σωπάτε και…, λέγεται στην περίπτωση που μετά από πολύ καιρό ή
μετά από πολλές προσπάθειες πετυχαίνουμε επιτέλους αυτό που επιδιώκαμε: «σώπα
και τον πείσαμε να μας βοηθήσει || σωπάτε και θα τα πάρουμε, επιτέλους, τ’
αναδρομικά»·