σώνομαι,
ρ. [<σώνω]. 1.
βγαίνω από κάποια δύσκολη θέση ή κατάσταση: «ευτυχώς μου ’δωσε τα λεφτά που
χρειαζόμουν ο τάδε και σώθηκα». 2. γλιτώνω από θανάσιμο κίνδυνο: «ο
μόνος που σώθηκε απ’ το τρακάρισμα ήταν ο τάδε». 3. (για χαρτοπαίγνιο)
δεν ξεπερνώ το επιτρεπτό όριο βαθμών και συνεχίζω να συμμετέχω στο παιχνίδι:
«αν κατεβάσω αυτές τις δυο τρίτες που έχω, σώνομαι». 4. φτάνω ως το
τέλος, ξοδεύομαι ως το τέλος, τελειώνω: «σώθηκαν τα τσιγάρα μου και δεν έχω να
καπνίσω». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αυτό το τρένο που θαρθείς μ’ αυτό θα
ξαναφύγεις. Είναι η άδεια μικρή και σώνεται μες στη γραμμή Αθήνας –
Σαλονίκης // τώρα που μου σωθήκανε (τα λεφτά), τα χάδια σου κοπήκανε).
(Ακολουθούν 18 φρ.)·
- δε
σώνεται με τίποτα, α. δεν υπάρχει τρόπος να γλιτώσει από κάτι, ιδίως
από μια τιμωρία: «αφού τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να βάζει χέρι στο ταμείο, δε
σώνεται με τίποτα». β. δεν πρόκειται να σωθεί, είναι καταδικασμένος να
πεθάνει: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους οικείους πως ο άρρωστος δε σώνεται με
τίποτα»·
- μου
σώθηκε (κάτι), μου τελείωσε: «δεν μπορώ να ψήσω καφέ, γιατί μου σώθηκε η
ζάχαρη»·
- σώθηκα
απ’ του λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- σώθηκα
απ’ του λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- σώθηκα
απ’ του χάρου τα δόντια, βλ. λ. χάρος·
- σώθηκα
απ’ του χάρου τα νύχια, βλ. λ. χάρος·
- σώθηκα
απ’ του χάρου το δρεπάνι, βλ. λ. χάρος·
- σώθηκα
απ’ του χάρου το στόμα, βλ. λ. χάρος·
- σώθηκαν
οι αμαρτίες, βλ. λ. αμαρτία·
- σώθηκαν
οι μέρες του, βλ. λ. μέρα·
- σώθηκαν
τα καρβέλια του, βλ. λ. καρβέλι·
- σώθηκαν
τα ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- σώθηκαν
τα ψωμιά του, βλ. λ. ψωμί·
- σώθηκε
το καντήλι του, βλ. λ. καντήλι·
- σώθηκε
το λάδι του, βλ. λ. λάδι·
- του
Θεού τα χρόνια δε σώνονται, βλ. λ. Θεός·
- τρέξε
να σωθείς! ή ρέχα να σωθείς! βλ. λ. τρέχω·
- τώρα
σώθηκα! ή τώρα σωθήκαμε! έκφραση απογοήτευσης στην περίπτωση που
δεν περιμένουμε κάποιο θετικό αποτέλεσμα από κάτι ή που θεωρούμε κάτι ανεπαρκές
ή ανώφελο: «αν χρειαστείς λεφτά, θα σε βοηθήσει ο τάδε. -Τώρα σώθηκα! Αυτός δεν
μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις του! || αυτό που μπορώ να σου δώσω είναι τρις
χιλιάδες ευρώ. -Τώρα σώθηκα! Εμένα μου χρειάζονται είκοσι χιλιάδες». Πολλές
φορές, μετά το τώρα ακολουθεί το μάλιστα. Ο πλ. και όταν το άτομο
μιλάει μόνο για τον εαυτό του.